Ο γερο-Ζήκος

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 05.01.21 ]

Τα νοσοκομεία τα αποφεύγω. Από μικρός τα φοβόμουν. Μήπως στα πέριξ στήνει καρτέρι ο Χάρος όχι με δρεπάνι στο χέρι αλλά μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα περιμένοντας τον επόμενο πελάτη. Είναι οι παιδικές εμμονές που -προϊόντος του χρόνου- επανέρχονται χωρίς να τις ελέγχει ο νους.

Η κόρη μου έπρεπε να βγάλει και τους τέσσερις φρονιμίτες κι έτσι χθες –εκών άκων- σ’ ένα νοσοκομείο την έβγαλα. Για να πω την αλήθεια αυτή τη φορά ήμουν πιο ήσυχος μετά τον πρόσφατο αντικαπνιστικό νόμο. Οι διάδρομοι των νοσοκομείων πολύβουοι τη μέρα, τη νύχτα ερημώνουν. Μόνο κάποια χαλασμένη λάμπα πού και πού τρεμοπαίζει σαν εορταστικό λαμπιόνι νανουρίζοντας τους συνοδούς πάνω στα φαγωμένα καθίσματα. Ευτυχώς, η Μαναμεγάλη και ο άντρας της ο γερο-Ζήκος μου κρατούσαν συντροφιά, κι εκείνος ο Χαρίσης, ο τελευταίος ταμπάκος* -μια μελέτη που από καιρό με παίδευε, πώς τελειώνει ο άνθρωπος μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα κι εκείνος ο Ηπειρώτης συγγραφέας που στα χρόνια που ακολούθησαν τον εμφύλιο έτρεμε το φυλλοκάρδι του τον καφετζή που ό,τι άκουγε το φιτίλιαζε χαρτί και καλαμάρι στον σταθμάρχη.

Του λόγου σου δεν κοιμάσαι, με ρώτησε ένας γέρος -κάπου στα ογδόντα θα ’τανε- με τσιγκελωτό μουστάκι. Λεβεντάνθρωπος πρέπει να ’ταν στα νιάτα του, σκέφτηκα.

Εσύ πόσο είσαι καλόπαιδο; ρώτησε, κι έκανα πως ήμουν απορροφημένος με τον γερο-Ζήκο και τα καμώματά του. Φίδια μ’ έζωσαν.

Τον μισό αιώνα τον σκάντζαρα εδώ και κάμποσο καιρό, είπα.

Εσύ, πώς από εδώ, ρώτησα.

Προστάτης, είπε και κούνησε την κεφαλή του.

Ένα τσιγάρο άναφτο κρεμόταν από τα χείλη του. Θα σε μαλώσουν, του είπα. Αγρίεψαν τα πράγματα.

Η πιπίλα μου, είπε κι άρχισε την ιστορία του. Για την κυρά του, λέει, που σιχαινόταν το τσιγάρο και δεν ήθελε να πλαγιάζει δίπλα της όταν ερχόταν πιωμένος τα βράδια από το καφενείο. Κι όταν η κυρά του πέθανε κι ήρθαν αποβραδίς συγγενείς και φίλοι να την ξενυχτήσουν, αυτός βγήκε όξω να κάνει τσιγάρο, κι εκείνη με πρόσωπο κέρινο μες στο φέρετρο κι αυτός με τα κιτρινισμένα από τη νικοτίνη δάχτυλα, έκλαιγε μοναχός του, μην τον πάρει πρέφα κανένα μάτι.

«Ψυχή μου!» είπε σαν την θάψανε και κάθε βράδυ καθόταν κουκουβιστός στο πάτωμα να θυμιατίζει με τον καπνό τα εικονίσματα.

Πώς σε λένε; τον ρώτησα άμα τελείωσε.

Ζήκο.

Μια φασαρία με ξύπνησε. Ο γέρος άφαντος. Ρώτησα την προϊσταμένη για το δωμάτιό του και με κοίταξε παραξενεμένη. Καμιά εισαγωγή με αυτό το όνομα δεν είχε καταχωρίσει.

Αργότερα συμπλήρωσα τα χαρτιά για το εξιτήριο της κόρης μου.

 *Μυθιστορηματικά πρόσωπα από τη συλλογή διηγημάτων του Χριστόφορου Μηλιώνη «Καλαμάς κι Αχέροντας» (Κίχλη 2017)