Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (Λεχαινά, 12 Μαρτίου 1865 – Μαρούσι, 24 Οκτωβρίου 1922) ήταν ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση, μελέτες, χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, παιδικά βιβλία. Τα πιο διάσημα έργα του είναι το μυθιστόρημα Ο ζητιάνος, και η συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης.
Ο Αλέξης Ζήρας, βιογραφώντας τον Καρκαβίτσα, σημειώνει ότι «άσκησε με έμμεσο τρόπο δριμύτατη κριτική στα ήθη και στις νοοτροπίες των ανθρώπων της υπαίθρου: στη βαναυσότητα απέναντι στις γυναίκες, στην έλλειψη αξιών, στην απανθρωπιά, στον μέχρι εξοντώσεως του αντιπάλου αγώνα της επιβίωσης, φαινόμενα που πίστευε ότι γίνονται πιο αντιληπτά κοντά στο φυσικό περιβάλλον, καθώς εκεί οι νόμοι των ενστίκτων μάχονται και εκτοπίζουν τους κοινωνικούς κανόνες, αλλά και λυγίζουν τη θέληση των προσώπων».
Σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας παρουσιάζει στο «Ζητιάνο» τους ανθρώπους «της υπαίθρου χώρας, που ελάχιστα διαφέρουν από τα κτήνη τους…». Ομοίως παρουσιάζεται η «ελεεινή συγκρότηση του κράτους», η ρουσφετολογία, η μικροπολιτική, η κακή διοίκηση και η δυσκίνητη δικαιοσύνη. Εδώ θριαμβεύει το κακό, καθώς ο πρωταγωνιστής θα οδηγήσει μία γυναίκα στην αυτοκτονία κι όλους τους άντρες του χωριού στη φυλακή με την κατηγορία του εμπρησμού, εξαπατώντας τους πάντες. Το κακό, και όχι το καλό, νικά. Η ιδέα της θείας δικαιοσύνης σαρκάζεται. Αλλά το πλέον σημαντικό είναι ότι ο ζητιάνος(Τζιριτόκωστας) –πρόγονος του σύγχρονου «λαμόγιου»- είναι μια ενσυνείδητη δύναμη του κακού, σε αντίθεση με την ασυνείδητη δράση της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη, της Φραγκογιαννούς, η οποία νομίζει ότι κάνει το καλό σκοτώνοντας.
Ο Τζιριτόκωστας σύμφωνα με τον Φώτο Πολίτη «είναι ο Έλλην πολιτικός, ο Έλλην επιστήμων, ο Έλλην χρηματιστής ή έμπορος, ο ολέθριος «έξυπνος» Ρωμιός της εποχής μας, ο εκμεταλλευόμενος την ευπιστίαν και την αφέλειαν του πλήθους, αμείλικτος όταν πρόκειται δια την πεντάραν, ταπεινός και χαμερπής προ του ισχυρού, οπισθόβουλος, αεικίνητος, δόλιος, άνθρωπος χωρίς οίκτον, χωρίς ιερόν και όσιον, αδηφάγος και άθλιος και… νικητής…». Ο μεγαλύτερος ζητιάνος-απατεώνας χαίρει μεγάλης εκτίμησης από την κοινωνία. Η απατεωνιά περιγράφεται ως υψηλού κύρους τέχνη. Ο ζητιάνος βολιδοσκοπεί πάντα από ψηλά το χώρο του και τις συγκεκριμένες αδυναμίες των ανθρώπων του. Πρώτα ιχνηλατεί, μελετά κι ύστερα κατεβαίνει για να «κολακέψει τις αδυναμίες αυτές». «Όταν δεν εύρισκε τους ελεήμονες, εζητούσε τους δεισιδαίμονες, τους μωρούς».
Ο ζητιάνος είναι ο ενδιάμεσος μεταπράτης, ο κοινωνιολογικός πρόγονος του μικροαστού και του μέλους των «μεσαίων τάξεων», είναι αυτός που κινείται μεταξύ των «πάνω» και των «κάτω», είναι ο επιστάτης, ο τοπικός προύχοντας και κομματάρχης, είναι γενικά οι πολίτες, οι άνθρωποι του πυρήνα της πόλης, οι άνθρωποι του τσιφλικούχου-βουλευτή και του παρα-κράτους και ακολούθως του πελατειακού κράτους.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα τον Οκτώβριo του 1922, στην Αθήνα, σε ηλικία 57 ετών.