Ο έλεγχος των κολοσσών της Silicon Valley είναι ζήτημα δημοκρατίας

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 21.01.21 ]

«Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο όταν πρέπει να αντιμετωπίσουμε κρίσεις σαν κι αυτή. Γι’ αυτό σήμερα πηγαίνω στο Οβάλ Γραφείο για να αρχίσω κατευθείαν την δουλειά και να δράσω γενναία για να ανακουφιστούν οι αμερικανικές οικογένειες».  Αυτό είναι το πρώτο τουιτ του νέου προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν.

Ο 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ επικοινώνησε με τους Αμερικανούς πολίτες με το μέσο κοινωνικής δικτύωσης που πριν μερικές ημέρες κατάργησε τον λογαριασμό του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, αποδεικνύοντας την ανέλεγκτη δύναμή του.

Ήδη αναπτύσσεται προβληματισμός για την πρωτοφανή λογοκρισία στα κοινωνικά δίκτυα από τους κολοσσούς της Silicon Valley, που πλέον ελέγχουν την ελευθερία της έκφρασης, με συνέπειες στην ίδια τη δημοκρατική διαδικασία.

Στις 8 Ιανουαρίου, το Twitter διέγραψε τον λογαριασμό Ντ. Τραμπ. Έναν λογαριασμό με 88 εκατομμύρια ακολούθους. Ακολούθησε το Facebook και το You Tube, στερώντας τον Donald Trump από τις αγαπημένες του πλατφόρμες επικοινωνίας. Το παράδοξο είναι ότι οι GAFAM (Google, Amazon, Facebook, Apple και Microsoft), που λογόκριναν τον Ντόναλντ Τραμπ, έχουν συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στη ριζοσπαστικοποίηση των υποστηρικτών του με την ρητορική μίσους και την ενίσχυση της πόλωσης εκ μέρους τους. Θυμίζουμε ότι η Google απέλυσε στέλεχός της, η οποία κοινοποίησε σε ομάδα εργαζομένων στην ίδια την Google τον προβληματισμό της ότι η εταιρεία ενισχύει τη ρητορική μίσους. Όπως, μάλιστα, γράφει η ηλεκτρονική σελίδα του Courrier International, αυτοί που διέγραψαν τον λογαριασμό του Τραμπ, διατηρούν τους λογαριασμούς αυταρχικών κυβερνητών, όπως «ο πρόεδρος των Φιλιππίνων Rodrigo Duterte» και άλλοι. Το Twitter εφαρμόζει μια πολιτική «δύο μέτρων και δύο σταθμών» λογοκρισίας αφού διαγράφει κάποιους λογαριασμούς και ανέχεται άλλους που υποκινούν βία και ακόμη και φυλετικό μίσος». Το θέμα είναι ότι σήμερα μπορεί να είναι ο Τραμπ, αύριο όμως μπορεί να είναι ένας δημοκράτης πρόεδρος. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Πώς και από ποιόν νομιμοποιούνται οι εταιρείες του διαδικτύου να διαγράφουν λογαριασμούς; Από κανέναν. Απλώς επειδή έτσι κρίνουν. 

Γι’ αυτό όλοι περιμένουν από το νέο πρόεδρο των ΗΠΑ να θέσει υπό έλεγχο τις εταιρείες του διαδικτύου. Το Διαδίκτυο πρέπει να αντιμετωπισθεί, όπως γράφει μια αμερικανική ιστοσελίδα και παραθέτει το Courrier International, ως δημόσια υπηρεσία. «Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά τη δημιουργία του Διαδικτύου, το ζήτημα του πότε και του πώς οι ιδιωτικές εταιρείες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους για να ελέγξουν τη ροή πληροφοριών και ιδεών είναι ακόμα ανοιχτό. Και πρόσφατα γεγονότα έχουν δείξει πόσο σημαντικό είναι να σκεφτόμαστε μηχανισμούς ρύθμισης και εποπτείας των υποδομών του Διαδικτύου και να απαιτούμε μεγαλύτερη διαφάνεια στις αποφάσεις των εταιρειών που τις διαχειρίζονται - ή να δημιουργηθούν εταιρείες κοινής ωφέλειας.", γράφει η αμερικανική ιστοσελίδα.

Ένα άλλο ζήτημα είναι ο περιορισμός της διάδοσης εξτρεμιστικών απόψεων στο διαδίκτυο. Τι σημαίνει όμως «εξτρεμιστικό»; Πίσω από τη γενίκευση ενδέχεται να «τσουβαλιαστούν» όλες οι ανεπιθύμητες από το σύστημα απόψεις και δράσεις και όχι μόνο οι φασιστικές. Η συζήτηση έχει ανοίξει και η έκβασή της θα καθορίσει αν το δημοκρατικό πλαίσιο θα είναι πραγματικά δημοκρατικό ή μία επίφαση δημοκρατίας που με το πρόσχημα του «χτυπήματος» των νεοναζί τραμπιστών, θα αποκλείει κάθε διαφορετική φωνή. Γι’ αυτό είναι άλλο να λες ότι αποκλείονται οι φασιστικές και νεοναζιστικές απόψεις και δράσεις και άλλο γενικά οι «εξτρεμιστικές»! Πίσω από τις γενικεύσεις κρύβονται οι εχθροί της δημοκρατίας...