Ο Ζαν Πολ Σαρτρ γεννήθηκε στο Παρίσι, σαν σήμερα, στις 21 Ιουνίου του 1905. Σπούδασε Φιλοσοφία και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δραστηριότητα. Οι ρίζες της σκέψης του είναι στη φαινομενολογία αλλά και στην προβληματική του Χάιντεγκερ. Στην πρώιμη σκέψη του Σαρτρ, το «βλέμμα του άλλου» εισβάλλει πάντα βίαια στην προσωπική σφαίρα του υπαρξιακού Εγώ και προσπαθεί να το καθηλώσει. Η κοινωνία είναι ένα κρυφό μάτι που μας παρακολουθεί και προσπαθεί να χαράξει το Είναι μας με τους δικούς της τύπους και σημασίες. Τα συλλογικά στερεότυπα λειτουργούν πάνω μας ως ένας διαρκής βιασμός. Για τον ελεύθερο άνθρωπο ο Άλλος είναι εξ ορισμού «η κόλαση». Η εμπειρία του από τον εγκλεισμό του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία τον οδήγησε στη θέση ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ατομιστής αλλά έχει χρέος στην κοινωνία. Μετά τη λήξη του πολέμου, ίδρυσε μαζί με τον Μορίς Mερλό Ποντί το περιοδικό «Σύγχρονοι Καιροί».
Ο κυριότερος εκπρόσωπος του φιλοσοφικού υπαρξισμού θεωρούσε ότι οι διανοούμενοι πρέπει να παίζουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και ο ίδιος υπήρξε ένας εσωτερικά στρατευμένος καλλιτέχνης, στηρίζοντας τις Αριστερές πολιτικές επιλογές του με τη ζωή του και το έργο του. Στο έργο του, ο άνθρωπος εμφανίζεται απελευθερωμένος από την επιρροή κάποιας ανώτερης ηθικής τάξης ή δύναμης, που θα μπορούσε να ορίσει τη ζωή του και γίνεται ο ίδιος κύριος των επιλογών του. «Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να ζει ελεύθερος», υποστήριζε και ίσως, τελικά, ο μόνος «περιορισμός» που είχε ο ίδιος στη ζωή του ήταν η απεγνωσμένη ανάγκη να πράττει και να σκέφτεται χωρίς συμβιβασμούς και όρια. Ο Σαρτρ υποστήριζε ένα νέο ουμανισμό, σ’ ένα κόσμο χωρίς την ανάγκη θεού. Λόγω της αθεϊστικής στάσης του, τα βιβλία του τοποθετήθηκαν από την καθολική εκκλησία στη λίστα των απαγορευμένων.
Ασπάστηκε τον Μαρξισμό και καταδίκασε τον Σταλινισμό. Στην πορεία εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, μία απόφαση που του κόστισε τη φιλία του με τον άλλοτε σύντροφό του Αλμπέρ Καμύ. Το 1956 όμως, η σοβιετική στρατιωτική επέμβαση στην Ουγγαρία, που οδήγησε στον θάνατο περίπου 2.500 εξεγερμένους Ούγγρους, προκάλεσε την αποχώρησή του από το ΚΚΓ. Στις δυτικές χώρες του ασκήθηκε έντονη κριτική για την υποστήριξη του προς τις κομμουνιστικές κυβερνήσεις της εποχής, όπως αυτές του Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα, του Μάο στην Κίνα, καθώς και των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη, αλλά και εντός της Γαλλίας για την υποστήριξη των Αλγερινών επαναστατών έναντι των γαλλικών στρατευμάτων κατά τον πόλεμο της Αλγερίας.
Γνωστή είναι η σχέση του Σαρτρ με τη θεωρητικό του φεμινισμού Σιμόν ντε Μποβουάρ. Και οι δύο μαζί αμφισβήτησαν τις κοινωνικές και πολιτισμικές συμβάσεις του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν, το οποίο θεωρούσαν μεγαλοαστικό και ρηχό. Η σύγκρουση μεταξύ της καταδυναστευτικής και πνευματικά καταστροφικής συμμόρφωσης με το κατεστημένο και η αναζήτηση του αυθεντικού τρόπου του υπάρχειν αποτέλεσε την κύρια θεματολογία της πρώιμης περιόδου του Σαρτρ, το οποίο και αποτύπωσε στο κύριο φιλοσοφικό του έργο με τίτλο Το είναι και το μηδέν (L'Être et le Néant) το οποίο εκδόθηκε το 1943, ενώ άλλα σημαντικά φιλοσοφικά έργα του αποτελούν το Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός (L'existentialisme est un humanisme) του 1946, και η Κριτική της διαλεκτικής λογικής (La Critique de la raison dialectique) του 1960. Οι θέσεις του Σαρτρ έχουν χαρακτηριστεί αλληλοσυγκρουόμενες και ο ίδιος έχει κατηγορηθεί ότι στηρίζεται σε επιχειρήματα μεταφυσικού τύπου παρότι ισχυρίζεται πως οι φιλοσοφικές θεωρήσεις του αγνοούν την μεταφυσική.
Στις 22 Οκτωβρίου του 1964 αρνήθηκε να παραλάβει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, γιατί θεώρησε ότι μέσω της διάκρισης επιβραβεύεται η τοποθέτησή του ενάντια στα κομμουνιστικά καθεστώτα. Εκτός αυτού, ήταν εκ πεποιθήσεως αντίθετος προς κάθε ανταμοιβή, ενώ απεχθανόταν τις επίσημες τελετές και τα αξιώματα. Ο Σαρτρ πέθανε στις 15 Απριλίου του 1980, έχοντας αφήσει ανεξίτηλο το ίχνος του στη φιλοσοφία του περασμένου αιώνα.