Η Ελοΐζα του Ντάριο Φο θαυμάζει την εκπληκτική διδασκαλία του Αμπελάρντο και την ικανότητά του να αποδεικνύει ότι «υπήρχε πάντα αντίλογος σε κάθε κανόνα, μια άλλη αλήθεια κι ύστερα μια άλλη ακόμα… και ότι η κάθε λογική μπορούσε να αποδειχθεί παράλογη και η τρέλα, λογική». Ο δάσκαλος αναστάτωνε τη μαθήτρια μιλώντας της «για τη διδυμοτοκία του αρσενικού και του θηλυκού», για το αρρενοθήλυ, που ο Θεός έκοψε τους αόρατους δεσμούς, ξεχωρίζοντάς τους σε άρρεν και θήλυ. Η κίνηση αυτή του Θεού αποκλήθηκε «τομή της λησμονιάς», αφού τα ξεχωριστά φύλλα ένιωθαν ότι τους έλλειπε κάτι αλλά δεν μπορούσαν να το προσδιορίσουν. Μάλιστα, για να γεμίσουν το μεγάλο κενό άρχισαν να εργάζονται με ζήλο. Συνεπώς, η εργασία, η εκτροφή ζώων ου μην και… αιχμαλώτων, η καλλιέργεια της γης, το κτίσιμο υποδομών, εργαλείων παραγωγής και μεταφορικών μέσων συνδέονται σύμφωνα με τον Ντάριο Φο με το μεγάλο σεξουαλικό κενό, που ο Φρόυντ αποκάλεσε λίμπιντο! Ώσπου τα δύο φύλλα ξανασυναντήθηκαν, ακυρώνοντας την τομή της λησμονιάς. Η γοητεία που ασκούσε ο δάσκαλος στη μαθήτρια οφειλόταν στο γεγονός ότι της αποκάλυπτε «την άγνωστη μαγεία των πραγμάτων». Το μεγάλο σοκ όμως προέκυψε όταν της είπε πως ο Θεός δημιούργησε τα πάντα, «ακόμα και την αμαρτία». Ο Θεός συνεπώς είναι ο δημιουργός του διαβόλου. Σύμφωνα δε με τη διαλεκτική του Αμπελάρντο «μόνο του το καλό δεν μπορεί να αποκαλυφθεί παρά μονάχα στο σκότος του κακού»(το καλό αποκαλύπτεται χάρη στο κακό). Ομοίως, σύμφωνα με τον Ευκλείδη «το κάθε πράγμα, για να υπάρξει, έχει ανάγκη από το αντίθετό του… οι σκιές… καταφέρνουν να αναδείξουν τη λαμπερή παρουσία των πραγμάτων και το ίδιο το φως».
Ο Ντάριο Φο γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου του 1926 στο Σαν Τζιάνο της επαρχίας Βαρέζε. Ο πατέρας του Φελίτσε ήταν διευθυντής των ιταλικών σιδηροδρόμων και η οικογένεια άλλαζε συχνά κατοικία λόγω των μεταθέσεων του. Ο Φελίτσε ήταν επίσης ερασιτέχνης ηθοποιός και σοσιαλιστής. Ο Ντάριο έμαθε την τέχνη της διήγησης απ' την γιαγιά του και από Λομβαρδούς ψαράδες και φυσητές γυαλιού.Το 1940, μετακόμισε στο Μιλάνο για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στη Brera Art Academy, αλλά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τού χάλασε τα σχέδια. Η οικογένειά του πήρε μέρος στην αντιφασιστικό αγώνα και λέγεται πως βοηθούσε τον πατέρα του να φυγαδεύει πρόσφυγες και στρατιώτες των Συμμάχων στην Ελβετία. Κοντά στο τέλος του πολέμου, ο Φο στρατολογήθηκε στο στρατό της Δημοκρατίας του Σαλό, αλλά δραπέτευσε και κατάφερε να κρυφτεί για το υπόλοιπο του πολέμου.
Μεταξύ άλλων είναι θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιός και σκηνογράφος. Μαζί με τη σύζυγό του Φράνκα Ράμε θα ανεβάσουν πολιτικά έργα και θα εξασκηθούν σε ένα είδος λαϊκού θεάτρου που ανεβαίνει σε εργοστάσια, σε δρόμους, σε πλατείες. Σπούδασε αρχιτεκτονική, την οποία όμως εγκατέλειψε για να ασχοληθεί με το θέατρο. Ο ίδιος ερμήνευσε αρκετά από τα έργα του, ενώ έγραψε κείμενα για την Ιταλική Ραδιοφωνία και τον κινηματογράφο. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από τον αντικομφορμισμό και τη δυνατή σάτιρα απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική, την εκκλησία και την ηθική. Γνωστά είναι τα έργα του: "Μυστήριο μπούφο", "Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού", "Κλέβε λιγότερο", "Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω!", "Οι αρχάγγελοι δεν παίζουν φλίπερ" και πολλά άλλα. Το 1997 τιμήθηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Επηρεάστηκε από το επαναστατικό πνεύμα του Τόλερ, τον εξπρεσιονισμό, την γαλλική γκροτέσκ φάρσα, τις διδαχές των Ζαρύ, Ιονέσκο και Μπέκετ, τις προσταγές του μπουλβάρ, του Φεϋντό και του Λαμπίς.
Ο Ντάριο Φο μιλάει για τους «αυθεντικούς ήρωες», όπως ο Βόνεγκατ για τους «υποδειγματικούς» και ο Ζίζεκ για τις εξαιρέσεις(de l’ un). Πρόκειται για εκείνους που αντιστέκονται στο πνεύμα και τις συμβάσεις της εποχής, που υπερβαίνουν τα όρια(Χάιντεγκερ) και πηγαίνουν την ανθρωπότητα μπροστά. Στην τελευταία ιστορία οι «ξεχωριστοί», οι ήρωες είναι αυτοί που έχουν ως πρώτο κανόνα να είναι «εκτός κανόνα», να χαίρεσαι τη ζωή, να οργανώνεις μεγάλες γιορτές, να τραγουδάς, να χορεύεις, να κάνεις έρωτα και να γελάς, «Κι ύστερα να μάθεις να βλέπεις ειρωνικά κάθε γελοιότητα…». Προπάντων, να είσαι ικανός να γελάς και να κάνεις τους άλλους να γελούν. Για τον Ντάριο Φο(όπως και για τον Καμί) οι Έλληνες ήταν ξεχωριστοί χάρη στην «απελπισμένη πάλη τους», την ξεροκεφαλιά τους. Αντίθετα, οι χριστιανοί τα εναπέθεσαν όλα στο Θεό, που προβλέπει τα πάντα(ντερμινισμός και μοιρολατρεία).
Θαυμασμός, σαγήνη, ομορφιά κι ο έρωτας, που γεννιέται, καταλήγει στο κλάμα ενός μωρού! Η Ελοΐζα και ο Αμπελάρντο παντρεύονται. Αλλά οι ανταγωνιστές θα εκμεταλλευτούν το γάμο για να επιτεθούν στον Αμπελάρντο(αυτό αποκαλεί ο Φο «ειρωνεία»). Ακόμη χειρότερα, «Μια νύχτα τέσσερα καθάρματα(όργανα του θείου της Ελοΐζα, που ήταν αποδέκτης της φρικτής κοινωνικής ειρωνείας) μπήκαν στο δωμάτιο όπου ο Αμπελάρντο κοιμόταν μόνος…» και τον ευνούχισαν, κρεμώντας τον από τους όρχεις. Το μωρό του έρωτα Αμπελάρντου και Ελοΐζας, άρα, δεν θα έλθει ποτέ. Πάνω απ’ όλα όμως, για τους δύο άντρες τον αβά-θείο και τον σύζυγο-καθηγητή οι όρχεις ήταν το σύμβολο του εγωισμού και του αντρισμού! Το τελικό θύμα όμως θα είναι το κορίτσι, αφού ο ευνουχισμένος Αμπελάρντο, ο γοητευτικός δάσκαλος θα αποδειχθεί απάνθρωπα εγωιστής, αφού θα ζητήσει τη θυσία του κοριτσιού με τον εγκλεισμό της σε μοναστήρι. Στο μοναστήρι η Ελοΐζα θα γράφει αλλά θα κατατρύχεται από τις ερωτικές της φαντασιώσεις: «Ακόμα και στη μέση μιας Θείας Λειτουργίας, όταν η προσευχή πρέπει να είναι εντελώς καθάρια, τα πρόστυχα φαντάσματα της ηδονής κυριεύουν βίαια τη μελαγχολία μου και την κάνουν να παραπαίει σε ένα ηδονικό παιχνίδι, έτσι ώστε τελικά να αφιερώνομαι περισσότερο στην ποταπότητα παρά στην προσευχή»!
Σε συνέντευξή του στις 3-4-12 στο ΒΗΜΑ έλεγε: «Εγώ άρχισα να παίζω ως ηθοποιός στα τρένα. Το τρένο, λοιπόν, υπήρξε η πρώτη σχολή μου, η πρώτη “ακαδημία” μου. Και ήμουν τόσο ευτυχισμένος, που παρέσυρα, ή μάλλον έσυρα μαζί μου, και άλλους, οι οποίοι τραγουδούσαν και έπαιζαν όργανα. Μετά τον πόλεμο έγιναν απίστευτα πράγματα κατά τη διάρκεια των ταξιδιών στον σιδηρόδρομο. Εγώ, για παράδειγμα, εκεί έμαθα την τζαζ, αφού υπήρχαν διάφορες παρέες που μαζεύονταν και αυτοσχεδίαζαν μουσική και τραγούδια. Οταν ερχόμουν στο Μιλάνο από εκεί που έμενα, η διαδρομή ήταν δύο ώρες και εκείνη την εποχή τα βαγόνια ήταν χωρίς διαχωριστικά, ένας ενιαίος μακρύς χώρος. Εγώ, λοιπόν, έλεγα στα παιδιά της ηλικίας μου ιστορίες για το χωριό μου, αφού τις ξαναέπλαθα στο μυαλό μου για να γίνουν πιο ελκυστικές, και σιγά σιγά αντιλήφθηκα ότι όλοι στο βαγόνι άκουγαν με μεγάλη προσοχή, οι άνθρωποι γελούσαν και συμμετείχαν. Κάποιοι, μάλιστα, μου ζητούσαν να επαναλάβω μια ατάκα που έχασαν και όλο το τρένο γινόταν... μπουρδέλο από τη φασαρία. Εκεί έμαθα την τέχνη του αυτοσχεδιασμού. Του απροόπτου που τελικά δεν είναι απρόοπτο».
Didascalo τον αποκαλούν αυτοί που είναι δίπλα του και οι περισσότεροι άνθρωποι της τέχνης στην Ιταλία. Πάντα τον απασχολεί η πολιτική, γιατί κατά την άποψή του «Η τέχνη, όπως το θέατρο, πρέπει να είναι πάντα ένα μέσο και ποτέ ο αυτοσκοπός. Ένα εκπληκτικό εφαλτήριο για να φτάσεις σε κάτι άλλο: στην επιστήμη, στη γνώση, στην αλήθεια…». Στήριξε την πρόταση του Ιταλού σκηνοθέτη Τζιανφράνκο Ρόζι να δοθεί το Νόμπελ Ειρήνης στους κατοίκους της Λέσβου και της Λαμπεντούζα και δήλωσε ότι «Οι κάτοικοι της Λέσβου και της Λαμπεντούζα απέδειξαν σε όλο τον κόσμο ότι μπορεί να είναι αλληλέγγυος κανείς, ότι μπορεί να υποδέχεται και να δείχνει ανοχή χωρίς να οικοδομεί τείχη και χωρίς να υποστεί η ζωή του φοβερές συνέπειες».