Ναζωραίος της αγάπης, χριστιανοί του μίσους

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 05.04.18 ]

Ποιος Χριστιανός/η πιστεύει στον Θεό του; Και σε ποιον Θεό; Εκείνον της διαρκούς, άνευ όρων καταλλαγής ή εκείνον της διαρκούς επανάστασης; Εκείνον τον συντηρητή της εγκόσμιας εξουσίας ή εκείνον του ξίφους και της μάχαιρας; Και πώς κάθε πιστός/η ερμηνεύει την περιβόητη αγάπη; Πόσες διακρίσεις κάνει για να ορίσει τον πλησίον, αυτόν που θα αγαπήσει  ως σεαυτόν;

Αν στο συλλογικό ασυνείδητο των χριστιανών ο σικάριος -Ισκαριώτης Ιούδας πέρασε ως το απόλυτο κακό και ο Βαραββάς ως το ολέθριο λάθος του λαού - όχλου, -στο βαθμό που, όπως και ο Ιησούς ο Ναζωραίος, ήταν όντως πρόσωπα ιστορικά-, Ιούδας και Βαραββάς είναι οι λαϊκοί αντιήρωες: όντες γιοι ανθρώπων, σκέτοι άνθρωποι, κι όχι θεοί, εκπλήρωσαν το σωτηριώδες για τον άνθρωπο σχέδιο της θείας οικονομίας με τρόπο ανάλογο του Ιησού. Ο πρώτος, ο ξιφοφόρος ζηλωτής, ως προδότης –αυτόχειρας, και ο δεύτερος, ως «ληστής» -επαναστάτης, εάν δεν υπήρχαν, ούτε θείο πάθος ούτε ανάσταση θα προέκυπτε ποτέ.

Κάθε θρησκεία, όμως, υποκλίνεται στο θεό, όχι στον άνθρωπο, ο οποίος μάλιστα οφείλει «εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω». Ο καθαγιασμός από τον Παύλο* της άρχουσας τάξης, -«αι δε ούσαι εξουσίαι υπὸ του Θεού τεταγμέναι εισίν»-, οι παραινέσεις για συνεχή συμμόρφωση και υπακοή -«απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμὴν την τιμήν»-, συντηρούν το πρόταγμα της μη-επανάστασης, ίδιον κάθε θρησκεύματος.

Αλλά η μη-επανάσταση, λέει ο χριστιανός στοχαστής Καρλ Μπαρτ, είναι η καλύτερη προετοιμασία για την αληθή επανάσταση, αυτήν της θείας θέλησης για την ανακαίνιση των πάντων, για την ολοκληρωτική αποκατάσταση της εν τω κόσμω δικαιοσύνης. Η όντως διαμάχη βρίσκεται ανάμεσα στην τάξη πραγμάτων ενός δίκαιου θεού και στην κατεστημένη τάξη της αδικίας του ανθρώπου. Για τον Μπαρτ, αν ο Θεός είναι άναρχος, ο χριστιανός οφείλει να τον ακολουθήσει στην ιδιότυπη αναρχία του και να ξεσκεπάζει τους επίσημους φενακισμούς του οργανωμένου κράτους.

 Εάν, δε, η «Πόλις» αποτελεί και τούτη μέρος του σχεδίου του θεού, η φροντίδα της εναπόκειται και στους χριστιανούς/ες. Πώς αναγιγνώσκει ο πιστός/η τα πολιτικά πράγματα έχει να κάνει με το πώς αναγιγνώσκει τον θεό. Πώς ερμηνεύει τις γραφές, πώς συνδέεται, υπαρξιακά, με το πάθος, πώς τοποθετείται απέναντί του. Όχι το θείο πάθος μοναχά, αλλά και το ανθρώπινο. Το πάθος και τα παθήματα που διαφεντεύουν τούτη τη ζωή, όχι την άλλη.

Σε ό,τι αποκαλεί η φιλοσοφία της θρησκείας χριστιανισμό, ο καθένας μπορεί να δει το πρόσωπό του: και ο αγαπών τους ανθρώπους και ο μισών αυτούς. Και οι επαναστάτες κληρικοί της θεολογίας της Απελευθέρωσης και οι Αμβρόσιοι του ρατσισμού και της  ομοφοβίας. Και οι πάπες των Ναζί και οι παπάδες αντάρτες του ΕΛΑΣ. 

Ο χριστιανός θεός χάρισε στον άνθρωπο το αυτεξούσιον. Μπορεί έτσι να διαλέγει και τη μορφή του θεού του. Αναλόγως, όμως, της επιλογής του, κρίνεται από τους συνανθρώπους και την ιστορία.

*Προς Ρωμαίους επιστολή, 13-1,7