Να σου δώσω μια να σπάσεις/ αχ βρε κόσμε γυάλινε
[ / Κόσμος / 03.09.15 ]Αναρωτιέμαι από χθες, αν πρέπει ή όχι να δημοσιεύονται φωτογραφίες νεκρών παιδιών κι απάντηση δεν βρίσκω. Μία μονάχα θα εμπιστευόμουν τυφλά, μα δεν ζει πια. Η γιαγιά Βασιλεία, χωρίστηκε στην προκυμαία της Σμύρνης με την αδερφή και τον μερικών μηνών γιο εκείνης, μέσα στην παραζάλη και τη σφαγή. Χρόνια ολόκληρα τους έψαχνε μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, όπως τόσοι και τόσοι πρόσφυγες της Μικρασίας μετά την καταστροφή και κατόπιν της Ελλάδας μετά τον εμφύλιο, χωρίς να τους βρίσκει. Το πείσμα και η εφευρετικότητά της, τελικά, έκαναν ό,τι δεν μπορούσαν να κάνουν οι υπηρεσίες για τους πρόσφυγες και τους χαμένους στη φωτιά των μαχών ή μισό βήμα πριν μπουν στα καράβια. Εκείνη, λοιπόν, θα ήξερε χωρίς αμφιβολία ποιο είναι το σωστό.
Ο Αμπντουλάχ Σενού θα ζήσει όσο αντέξει χωρίς να ψάχνει τους ανθρώπους του. Δίχως αυτή την ελάχιστη ελπίδα πως μπορεί και να ζουν, έστω και αν αποκόπηκαν καθώς περνούσαν απ’ τα τουρκικά παράλια σε ελληνικό νησί. Τα όμορφα αγόρια του και η γυναίκα του, δραπέτες μαζί του απ’ το μαρτυρικό Κομπάνι, του γλίστρησαν από τα χέρια μες στη θάλασσα, όταν το δουλεμπορικό πλοιάριο ανατράπηκε. Ξεβράστηκαν στην αμμουδιά της Αλικαρνασσού, εκεί ακριβώς που πριν και μετά άνθρωποι που δεν γνώρισαν προσφυγιά, κολυμπάν ανέμελα- μακάρι για πάντα. Η φωτογραφία του μικρού γιου, του τρίχρονου Αϊλάν, μπρούμυτα στο νερό και στην άμμο, δεν άφησε κανένα ανθρώπινο μάτι αδάκρυτο. Μιλώ για αληθινούς ανθρώπους, όχι για μεταλλαγμένους.
Λένε πως η μεγαλύτερη ευχή που μπορείς να δώσεις σε άνθρωπο, είναι να τον θάψει το παιδί του. Να μη το θάψει αυτός. Η αρρώστια και οι ατυχίες σπανιότερα, αλλά ο πόλεμος συχνότατα, χαλάν αυτή την τάξη δυναμιτίζοντας την ευρυθμία κάθε κοινωνίας που ο δεύτερος μαστίζει. Για τον Αμπντουλάχ, για χιλιάδες Αμπντουλάχ στους δρόμους του πολέμου της προσφυγιάς, της μετανάστευσης, η ευχή δεν έπιασε. Ορφάνεψαν απ’ τα παιδιά τους, ηττήθηκε η ανθρωπότητα. Δώσαμε πολύ χώρο στην αδικία και στον θάνατο σε βάρος των πιο εύθραυστων- όπως πάντα.
Δεν κατάφερα, τελικά να λύσω το πρόβλημα: να δημοσιεύονται φωτογραφίες με νεκρά προσφυγάκια ή να μη δημοσιεύονται; Το κάνεις δεν το κάνεις, η φρίκη εξακολουθεί να είναι «ζωντανή» να είναι «αμίλητη» και να «προχωράει». Θα ήθελα αληθινά να υπάρχει παράδεισος γιατί είμαι σίγουρη πως αν υπήρχε ο μπαμπα-Νουρ (φως) των προσφύγων και μεταναστών στη Μυτιλήνη, ο δικός μας παπα- Στρατής της «Αγκαλιάς» θα φώτιζε από χθες που αποδήμησε παρά δήμον ονείρων το πέρασμα από το Μπόντρουμ στην Κω και θα τους έδινε φτερά, να μη φοβούνται και να μην πνίγονται τα προσφυγάκια. Και πως σε μια γωνιά, η γιαγιά Βασιλεία θα μάζευε γύρω της τα μικρά, όπως όσο ζούσε τα μικρά της γειτονιάς, να τα ταΐσει, να τα χαϊδέψει και να τα νουθετήσει στη μεγάλη αγκαλιά της. Θα ήταν η μόνη περίπτωση αυτή η ιστορία να έχει happy end.
Επειδή όμως δεν υπάρχει, πρέπει εμείς να συντονίσουμε έναν ακόμα αγώνα, δύσκολο σαν όλους τους υπόλοιπους. Όχι μονάχα για να ανοίξουν τα σύνορα και να παταχθούν οι διακινητές των απελπισμένων- κι αυτό χρειάζεται. Κυρίως για να καταδείξουμε τις ευθύνες της Δύσης απέναντι σε όλους τους. Της Δύσης που εκτός από «πολιτισμένη» είναι και έμπορος. Όπλων. Και εξαγωγέας ταραχών. Και εκείνη που υποθάλπει χρηματοδοτώντας τους φανατικούς. Και αυτή από την οποία υποκινούνται και οργανώνονται οι τρομοκράτες. Οι συνειδήσεις δεν αλλάζουν εύκολα, όπως ξέρουμε. Δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος για να σταματήσει ο πόλεμος και η καταστροφή. Ένα μεγάλο πανευρωπαϊκό αντιπολεμικό κίνημα είναι τώρα περισσότερο αναγκαίο παρά ποτέ, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα κληθεί κάποιος να το οργανώσει; Ή θα περάσει η κατάσταση σαν την άμμο μέσα από τα δάχτυλά μας, χωρίς να κάνουμε τίποτα, χάνοντας όμως, στην πραγματικότητα την ψυχή μας;
Στα απέναντι παράλια, εκεί που η γιαγιά μου ξαναβρήκε τη χαμένη αδερφή της, ζει τώρα η υπέροχη τουρκική μου οικογένεια. Ο πόλεμος που χώρισε τ’ αδέρφια πριν από 93 χρόνια τέτοιες μέρες, έδωσε σε μας τους απογόνους ανθρώπους πολυαγαπημένους, με δεσμούς αίματος. Αν είχα μια ευχή να δώσω στα παιδιά, στην Τουάνα, στη Ντόρα και στον Ορχάν, η μεγαλύτερη που θα μπορούσα είναι: μακάρι να μη προσφυγέψουν ποτέ. Ας γυρίσουν ολόκληρο τον κόσμο, αλλά με δική τους θέληση. Και ας ζήσουν σε δημοκρατία και ειρήνη. «Γιατί αν γλυτώσει το παιδί/ υπάρχει ελπίδα». Αλλιώς, ο κόσμος μας θα σπάσει σαν γυαλί. Και δεν ξανακολλάει