Ν. Κάλας, κηρυγμένος ανυπότακτος

[ ARTI news / Ελλάδα / 20.07.19 ]

 

….Ο Νικόλαος Κάλας ή Νικήτας Ράντος ή Μ. Σπιέρος(κατ’ αποκοπή τού Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος), κατά κόσμον Νικόλαος Καλαμάρης εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα πρώτα ως κριτικός (με το άρθρο του «Οι λιποτάχτες της ζωής» στο έντυπο του σοσιαλιστικού σωματείου «Φοιτητική Συντροφιά», το 1929), και στη συνέχεια ως ποιητής το 1930 (από τις σελίδες της «Ν. Εστίας» με το ποίημα «Ο Σταυρωμένος», εξοβελισμένο από τις συγκεντρωτικές εκδόσεις του έργου του). Ο Ελύτης είχε γράψει ότι «για τα στρατολογικά γραφεία της πνευματικής μας ζωής, ο Νικόλαος Κάλας έχει κηρυχθεί ανυπότακτος εδώ και πολλά χρόνια».

«Πρώιμα αναπτυγμένο ταλέντο» κατά την έκφραση του Αργυρίου (το ’29 είναι μόλις 22 ετών), ο νεαρός Καλαμάρης ταράζει τα νερά των ελληνικών γραμμάτων με άρθρα επιθετικά (στρέφεται όχι μόνο εναντίον του Καρυωτάκη λέγοντας πως τα ποιήματά του «μυρίζουν πτωμαΐνη» αλλά και του Παλαμά και του ίδιου του Σολωμού, επηρεασμένος και από την πολεμική του φουτουρισμού ενάντια στην παράδοση) και πρωτοποριακά (είναι ο πρώτος από τη Γενιά του ’30 που μίλησε θετικά για τον Καβάφη και συνδύασε μαρξισμό και φροϋδισμό στις αναλύσεις του), που μαρτυρούν όμως μια στέρεη παιδεία, μελετάει τη σχέση μαρξισμού και τέχνης γινόμενος ένας από τους πρώτους απολογητές της αριστερής διανόησης στην Ελλάδα, ενώ από το 1932 ασχολείται και με τον υπερρεαλισμό κερδίζοντας τον τίτλο του «θεωρητικού του υπερρεαλισμού» στη χώρα μας– γεγονός στο οποίο συνέτεινε και η έκδοση στο Παρίσι το 1938 των Εστιών Πυρκαγιάς που αναγνωρίστηκαν από τον ίδιο το Μπρετόν ως ένα από τα εγχειρίδια του υπερρεαλισμού (η κριτική του παραγωγή της ελληνικής περιόδου έχει συγκεντρωθεί από τον Αλ. Αργυρίου στον τόμο, αρκετά δυσεύρετο σήμερα: Νικόλας Κάλας, Κείμενα Ποιητικής και Αισθητικής, Πλέθρον 1982, τον οποίο αξιοποιεί σε σημαντικό βαθμό το «Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων» του «Μ»).

Κατακλύζει παράλληλα τα περιοδικά με ποιήματά του (αλλά και μεταφράσεις και κριτικές κινηματογράφου) και το 1932 (τυπ. ένδειξη 1933) εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιήματα.

Τα ποιήματά του, στα χνάρια του φουτουρισμού που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στην Ιταλία αλλά και τη Ρωσία, «μια ποιητική επεξεργασμένη έξω από τα ελληνικά σύνορα» κατά την έκφραση του Vitti και σαφώς επηρεασμένα από τη δεδηλωμένη πολιτική του τοποθέτηση, ταράζουν τα νερά με την αποδόμηση του στίχου και την εκτεταμένη χρήση του «πεζού στίχου» που ορίζουν τη μετάβαση από τον παραδοσιακό στον ελεύθερο στίχο στην Ελλάδα και δικαιολογούν τον τίτλο του «πρώτου συνειδητά μοντέρνου μας ποιητή» κατά την έκφραση του Αργυρίου.

Η εκρηκτική, πληθωρική του εμφάνιση που κατέκλυσε σε σύντομο διάστημα τα λογοτεχνικά έντυπα της εποχής και τα έντονα πρωτοποριακά στοιχεία του πολυδιάστατου έργου του, σε συνδυασμό με την πρωτοποριακή του πρωτοβουλία στον κοινωνικό τομέα (ο Κάλας είχε στρατευθεί ενεργά στον τροτσκισμό…) που μας επιτρέπουν να μιλάμε, κατά την έκφραση του Βίτι, για μια «καθολική επανάσταση» του Κάλα στην Ελλάδα, σοκάρισε έντονα τον πνευματικό κόσμο της εποχής του προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων.

Η κριτική στο σύνολό της σχεδόν, με προεξάρχοντα τον Καραντώνη που δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει «αμαθή» και να του αρνηθεί οποιοδήποτε ίχνος ταλέντου και τον κύκλο των «Νέων Γραμμάτων», τον κατακεραυνώνει.

Είναι εμφανές ότι αυτό που ενόχλησε ιδιαίτερα στην περίπτωση του Κάλα ήταν, εκτός των άλλων, και η μεγαλοαστική του καταγωγή που καθιστούσε περισσότερο προκλητική την πολιτική του τοποθέτηση και τη γενικότερη επαναστατική του διάθεση, και μεταφραζόταν ως απειλή για το κατεστημένο κάθε λογής: «Κάθε λογικός άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να πιστέψει πως ένα από τα δύο είναι δικά του, ή ο πλούτος ή ο κομμουνισμός, όχι όμως και τα δύο μαζί», αναφέρει δηκτικά ο Καραντώνης αμφισβητώντας στη συνέχεια και αυτή την ειλικρίνεια των πολιτικών του πεποιθήσεων. Τα έντυπα της Αριστεράς τον αποκλείουν με τη σειρά τους ως αιρετικό μετά από το άρθρο του στους «Νέους Πρωτοπόρους» το 1932 όπου εκφραζόταν αρνητικά για την αποκλειστική χρήση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην τέχνη. Τις θυελλώδεις αντιδράσεις ακολούθησαν, ή συνόδευσαν χλευασμοί και τους χλευασμούς σιωπή. Ο Κάλας αποπέμφθηκε σιωπηλά από τα έντυπα της εποχής και δεν έγινε πια, και για πολλά χρόνια, καμιά αναφορά στο έργο του. Η απομόνωσή του ήταν απόλυτη. Το συναίσθημα αυτό επιβιώνει και εκφράζεται και σε μεταγενέστερο ποίημά του της περιόδου 1977-1983 («Επί Νικήτα Ράντου με συγκρατούσε μιας Συντροφιάς η ύπαρξη»).

Το ποίημα του Γιώργου Θεοτοκά «Ηδυπαθής ευπατρίδης από το Κουρδιστάν» που αναδημοσιεύεται στο «Μ» (σ. 68) αποδίδει με περισσή ενάργεια, και με προκάλυμμα την αθώα σάτιρα, τη χλευαστική διάθεση με την οποία αντιμετώπισαν οι ομότεχνοί του την πρώτη εμφάνιση του Κάλα (θα μπορούσε να δει κανείς ίσως εδώ και μια εσκεμμένη προσπάθεια υποτίμησης;)

Η αντίδραση των πνευματικών κύκλων είχε άμεσο αντίκτυπο στο έργο του. Το 1933 και 1934 δημοσιεύει τρεις μικρές συλλογές (τα «Τετράδια» Α´, Β´, Γ´), αλλά εκτός εμπορίου. Η θεματική των ποιημάτων αλλάζει. Κοινός τόπος γίνεται το αίσθημα της αποτυχίας και οι τάσεις φυγής.

Από το 1934 έχει αρχίσει να πηγαινοέρχεται στο Παρίσι όπου γνωρίζεται με τον κύκλο των Γάλλων υπερρεαλιστών με τους οποίους θα συνδεθεί στενά στη συνέχεια. Ο Μπρετόν θα χαρακτηρίσει τον Κάλα ένα από «τα πιο φωτεινά και τολμηρά πνεύματα του καιρού του». Στη συναναστροφή αυτή και στο κλίμα της γαλλικής πρωτεύουσας είναι προφανές ότι ο Κάλας είδε μια νέα ελπίδα. Το 1936 γράφει το πρώτο υπερρεαλιστικό του ποίημα, στο επίσης εκτός εμπορίου «Τετράδιο Δ´», το εκτενές «Συμβόλαιο με δαίμονες» (απόσπασμα του ποιήματος θα αναδημοσιευθεί πάντως στα «Νέα Φύλλα» το 1937), στο οποίο ο τόνος είναι τελείως διαφορετικός από αυτόν των υπόλοιπων «Τετραδίων», ήδη από τον εναρκτήριο στίχο: «Επανήλθαν οι ελπίδες ο απάτητος δρόμος των».

Το 1938 φεύγει οριστικά για το Παρίσι, επηρεασμένος οπωσδήποτε και από το βαρύ για έναν χαρακτηρισμένο αριστερό, κλίμα της μεταξικής Ελλάδας, απ’ όπου θα αναχωρήσει με την έκρηξη του πολέμου μέσω Λισσαβώνας και θα εγκατασταθεί οριστικά στη Νέα Υόρκη (τα ταξίδια του και οι σύντομες παραμονές του στην Ελλάδα στο εξής σχετίζονται σχεδόν αποκλειστικά με την τακτοποίηση περιουσιακών υποθέσεων).

Στο Παρίσι αναζητάει μια καινούρια ζωή. Το μαρτυρεί και η δήλωσή του στην επιστολή του στο Θεοτοκά της 16.4.39: «Δεν ζητώ τον Ράντο αλλά καινούριο παρελθόν», αλλά και οι ποιητικές καταγραφές στο «Συμβόλαιο με δαίμονες»: «Δε μπορώ να ζήσω αν δε βρεθεί για μένα κάποιο άλλο παρελθόν», και παρακάτω, «Γεννήθηκε το παρελθόν σήμερα κάποιο δικό μου είναι». Είναι προφανές ότι το «Συμβόλαιο με δαίμονες» συνδέεται συνειρμικά με το συμβόλαιο του Δόκτωρ Φάουστους με το Διάβολο για την απόκτηση της χαμένης νεότητας.

«Να φεύγεις είναι λίγο σα να πεθαίνεις», λέει κάπου ο ίδιος και πράγματι η φυγή του από την Ελλάδα σήμανε το θάνατό του «ποιητικά». Θα περάσουν 30 σχεδόν χρόνια για να ξαναδημοσιεύσει ποιήματα, στο περιοδικό «Πάλι» το 1963 (η χρονολόγηση 1945-1982 των ποιημάτων της ενότητας «Οδός Νικήτα Ράντου» της ομώνυμης συλλογής τού 1977 φαίνεται να προσπαθεί να καλύψει στο μεγαλύτερό του μέρος το κενό της ποιητικής του απουσίας, καθώς τα μοναδικά ανέκδοτα ποιήματα που δημοσιεύονται εκεί είναι τα «Έντεκα και δύο ποιήματα», κάποια από τα οποία χρονολογούνται από τον ίδιο το 1977).

Η επιταγή «Θα συνεχίσω» του Επίμυθου του «Τετραδίου Δ´» έμεινε κενό γράμμα, και η μετοίκησή του δεν συνέβαλε στην ανατροφοδότηση του ποιητικού του έργου. Σ’ αυτό πρέπει να συνέτεινε και η δυσκολία έκφρασής του σε ένα ξενόγλωσσο περιβάλλον όπως έχει ήδη επισημανθεί από τον Αργυρίου και για την οποία υπάρχει και η ποιητική του μαρτυρία το 1975: «(…) Πώς μεταφέρονται απ’ τ’ αγγλικά στη γλώσσα μας οι εικόνες;».

Μετά την εγκατάστασή του στη Νέα Υόρκη αφοσιώνεται σχεδόν ολοκληρωτικά σε μια καινούρια δραστηριότητα, την τεχνοκριτική στην οποία θα διαπρέψει ιδιαίτερα, εγκαταλείποντας όχι μόνο την ποίηση αλλά στην ουσία και την κριτική δραστηριότητα στον τομέα αυτό, ενώ παραδίδει και μαθήματα Ανθρωπολογίας και Ιστορίας της Τέχνης για να ζήσει καθώς έχει στο μεταξύ απεμπολήσει την τεράστια πατρική του περιουσία.

Μια ενδιαφέρουσα απάντηση για την αποφασιστική αυτή στροφή δίνει στο Χρήστο Τσιάμη (σε συνομιλία τους που απόσπασμά της αναδημοσιεύεται από το περ. «Αντί», τχ. 397, 10/3/1989 στο «Μ»):

Του ζήτησα κάποτε να μου εξηγήσει γιατί είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει την ποίηση για χάρη της κριτικής της τέχνης. Μου απάντησε ότι έβλεπε τη ζωγραφική σαν ένα είδος γραφής και πως τον ενδιέφεραν οι πιθανότητες της σύνταξης πάνω στον καμβά, όσο και οι πιθανότητες της γλώσσας με λεκτικές ιδιότητες, παραστάσεις που μπορούσαν να διαβαστούν σαν κείμενα (βλ. και το πολύ ενδιαφέρον σύντομο κείμενο του Κάλα με τίτλο «Η γραφή σαν στοιχείο οπτικής ποίησης» που δημοσιεύεται μεταφρασμένο από τον Κ. Σταθόπουλο μαζί με το γαλλικό Οπτικό ποίημα, «Μ», σ. 80).

 Ρήσεις και ποιήματα

  «Τρέμεις μην εκραγούν στα χέρια σου˙ και στο βάθος φοβάσαι όχι τόσο τα τυχόν θραύσματα, όσο εκείνη την τρυφερότητα την διαπεραστική που διαισθάνεσαι πως υποκρύπτουν» 

  Οι πίνακες κρέμονται στα μουσεία μέχρι να γίνουν αριστουργήματα. Οι αλήτες μένουν κλειδωμένοι στα κελιά τους μέχρι να γίνουν εγκληματίες.

 Γιατί να προσεύχεσαι ενώ μπορείς να ανησυχείς; (από τους Αφορισμούς)

« Ελευθερώστε τους προφήτες

Σκεπάστε τον ουρανό με ποιήματα

Τρομοκρατήστε τον κόσμο!»(«Τραγούδι της λησμονιάς»)

 «Άναψες φωτιά μεσ’ στην καρδιά μας

Μη σβύσει προτού κάψει πύργους και παλάτια» (αφιέρωμα «Μ»).

   

*Αποσπάσματα από εκτενές άρθρο της Ξένης Σκαρτσή