Μπουλούκια

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 09.06.22 ]

 Καταχείμωνο. Πέτρινα χρόνια. Κυριακή απόγευμα στην άδεια από κόσμο πλατεία του Πύργου, ένα μπουλούκι διασχίζει την απόσταση μεταξύ Ρεξ και Ασφάλειας. Συμπαράσταση στον αρχηγό του μπουλουκιού. Στο «Απόλλων» έπαιζαν άλλες παραστάσεις. Για τα μπουλούκια το Ρεξ ήταν πολυτέλεια.

Η μάνα μου με κρατά σφιχτά απ’ το χέρι. Θα ’μουν πεντέξι τότε. Ξαφνικά μου κλείνει τα μάτια με το παλτό της. Σκοντάφτω. Περπάτα, μου λέει, και μη ρωτάς, κακομοίρη μου. Καμένο κρέας μπουκώνει τη μύτη μου. Πάσχα πάντως δεν είναι. Η μάνα γνωρίζει καλά το κτήριο της Ασφάλειας πίσω απ’ την Μητρόπολη. Δυο τρεις φορές την έχουν οδηγήσει εκεί για ανάκριση. Τον πατέρα ψάχνουν και τι κάνει, πού είναι, ποιους βλέπει. Τι θέατρα και κουραφέξαλα. Πόλεμο έχουμε. Πόλεμο. Και συ έπρεπε να το ξέρεις.

Η ασυνήθιστη μυρουδιά εκείνης της μέρας θα με επισκεπτόταν κάθε Πάσχα, όταν οι άνθρωποι στήνουν τις σούβλες με τ’ αρνιά. Μα κείνα δεν ήταν αρνιά.Καμένα κορμιά πυροβολημένων στο κεφάλι ανδρών. Αυτό θα το μάθαινα χρόνια μετά. Μερικές φορές αναρωτιόμουν ποιοι να ’ταν άραγε οι με τα μακριά μαλλιά και γένια, τι κακό κάμανε και τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Σε λίγα χρόνια θα αντίκριζα πάλι άλλους να κείτουνται νεκροί στην ίδια πλατεία. Και άλλοι πάλι με γένια να κραδαίνουν τα όπλα και αμέσως να γίνουνται μπουχός.

Τον πατέρα δεν τον βλέπαμε συχνά. Τα βράδια έλειπε. Και όσα πρωινά γύρναγε σπίτι ήταν πρησμένος. Η μάνα έσπευδε να τον περιποιηθεί. Εγώ έβαζα τα κλάματα. Τι έγινε πατέρα; τον ρωτούσα όλο παράπονο. Σκόνταψα στην εκκλησιά και μπουμ έπεσα χάμου. Αυτό επαναλαμβανόταν κάθε μέρα. Η μάνα τον φρόντιζε και μετά αυτός εξαφανιζόταν.

Αν τολμήσεις να πεις κουβέντα, του ’λεγαν στην Ασφάλεια, ξέχνα και τον γιο σου και τους θεατρίνους του σιναφιού σου. Και βέβαια κουβέντα δεν έβγαζε παρά μόνο όταν ανέβαινε στο πάλκο και ενθουσίαζε με την ατάκα του το κοινό: «Αυτό το κρασί δεν πίνεται, έγινε ξίδι, χύστο στο νερο-χύτη». Και όλος ο θίασος στην σκηνή επαναλάμβανε «χύστο στο νερο-χύτη, στον νερο-χύτη, χύτη, χύτη…».

Τον πατέρα τον ξανάδαμε δυο τρεις φορές όλες κι όλες. Μετά άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Κανείς απ’ το μπουλούκι δεν έμαθε το παραμικρό.