Μπιφτεκάκια για τα παιδιά
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 20.05.18 ]
Από μικρή τη σαγήνευε ο δέκατος άθλος του Ηρακλή. Θαύμαζε τον ήρωα που έπειτα από τόσους κόπους και τρεχαλητά, αγώνες και αίμα, έφερε σε πέρας την επικίνδυνη αποστολή που του ανέθεσε ο θείος του ο Ευρυσθέας. Μαζί με τον Ηρακλή αγάπησε και τα βόδια του Γηρυόνη, όσα τελικά μπόρεσε να φέρει στην Τίρυνθα για να θυσιαστούν στην Ήρα. “Ο Γηρυόνης είχε ένα ξακουστό κοπάδι από κόκκινα βόδια, μεγάλα και παχιά, που όμοιά τους δεν υπήρχαν πουθενά στον κόσμο. Το κοπάδι του, εκτός από τον ίδιο το φύλαγαν ο πιστός βοσκός του ο Ευρυτίωνας, που ήταν σωστός γίγαντας, κι ένας τρομερός σκύλος, με δυο κεφάλια, που τον έλεγαν Όρθρο”.
Διάβαζε αργά και φωναχτά το εικονογραφημένο βιβλίο, γιατί τα μεγάλα γράμματα χοροπηδούσαν κι άλλαζαν διαρκώς θέση δημιουργώντας παράξενα σχήματα. Κανείς φυσικά ποτέ δεν ασχολήθηκε σοβαρά με το πρόβλημά της. Ηλίθια την ανέβαζαν, χαζή την κατέβαζαν που δεν έπαιρνε τα γράμματα. Κι ο πατέρας ανεβοκατέβαζε συχνά τη χερούκλα του πάνω της όταν οι βαθμοί της ήταν ντροπιαστικοί. Μόνο ένας δάσκαλος τόλμησε να του πει κάποτε να συμβουλευτεί έναν ειδικό. Ο άνθρωπος βρήκε τον μπελά του. Η κόρη του ήταν χοντρή και τεμπέλα, όχι καθυστερημένη. Το σχολειό το τέλειωσε μετά μυρίων βασάνων, σε ηλικία είκοσι χρονώ, χάρη στην παιδαγωγική συνδρομή κάποιων καθηγητών.
Κάθε βράδυ προτού κλείσει τα βλέφαρά της σκηνοθετούσε ολόκληρη την ηράκλειο περιπέτεια. Ονειρευόταν να γίνει μια μέρα σκηνοθέτης στο Χόλυγουντ για να ζωντανέψει στο πανί τούς αγαπημένους της ήρωες. Τύφλα να ’χουν οι Επικίνδυνες Αποστολές και ο Τομ Κρουζ! Ωστόσο, η πάλη του Ηρακλή με τον απίθανο σκύλο και τον Ευρυτίωνα δεν μπορούσε να συγκριθεί με καμιά ταινία που έβλεπε στην τηλεόραση. Φανταζόταν τον θηριώδη ήρωα να κρατά το ρόπαλο και να το κατεβάζει στον τερατόμορφο σκύλο. Από τότε μάλλον κρατάει η καλά κρυμμένη απέχθειά της γι’ αυτάτα τετράποδα.
*
Νύχτωνε όταν έβγαλε από πάνω της την λιγδιασμένη ποδιά και την εκσφενδόνισε με λύσσα στον κάδο με τ’ άπλυτα. Τα τελευταία πέντε χρόνια κάθε μέρα που πήγαινε στο μαγαζί, πρωί μεσημέρι βράδυ, ανάλογα με τη βάρδια, φόραγε μια παρόμοια πλαστική ποδιά ολόσωμη με τη στάμπα του καταστήματος, που την έδειχνε πιο πληθωρική απ’ όσο ήταν. Στο κεφάλι ένα πλατύγυρο καπέλο έκανε ακόμα πιο γκροτέσκο το θέαμα. Στα πόδια κάτι πελώρια σαν βάρκες ξεχειλωμένα σαμπό, που τα έβαζε μόνο στη δουλειά. Στο χέρι μονίμως μια πετσέτα για να σκουπίζει τον ιδρώτα που κύλαγε αργά και βασανιστικά απ’ το παχουλό πρόσωπο με τις φέτες στον λαιμό.
Ήταν ένα φαστφουντάδικο, το πρώτο που άνοιξε στην περιοχή, όταν οι κάτοικοι ήταν λιγότεροι κι από τα κοπρόσκυλα που κυκλοφορούσαν ασύδοτα, όπου ήθελαν. Περισσότερο δούλευαν με τους περαστικούς. Έναν καφέ και μια τυρόπιτα στο χέρι και άντε γεια. Ώσπου η περιοχή αναπτύχθηκε ραγδαία με επώνυμα μαγαζιά και επώνυμο κόσμο που ’βγαζε λεφτά με τη σέσουλα και το ’δειχνε με κάθε τρόπο. Μοδάτα διώροφα με γκαζόν, χλιδάτες πισίνες όλων των διαστάσεων και απαραιτήτως άγρυπνα βρομόσκυλα που αλυχτούσαν και δάγκωναν.
Ο κόσμος κλεινόταν από νωρίς στα σπίτια του. Δύσκολα κυκλοφορούσαν μετά τη δύση του ηλίου. Μόνο αυτή κι οι φίλοι της αλώνιζαν αμέριμνοιτα βράδια στα σκοτεινά στέκια της πόλης σαν τους τυφλοπόντικες.Οι νεηλύδες ήταν οι εισβολείς που μια μέρα, χωρίς να τους ρωτήσουν, αποίκησαν τη δική τους επικράτεια, διαγούμισαν τον τόπο και του άλλαξαν τα φώτα. Δεν τους είδαν ποτέ με καλό μάτι. Ούτε οι νιόφερτοι αυτούς.
Ωστόσο, θεωρούσε τον εαυτό της τυχερό που την προσέλαβαν με την πρώτη ματιά. Όσες πόρτες κι αν χτύπησε μέχρι τότε, είχε εισπράξει βιτριολικά βλέμματα και φαρμακερά λόγια για τον όγκο της. Εδώ όμως ο υπεύθυνος προσλήψεων είχε μια πιο εμπορική φιλοσοφία. Το ευτραφές προσωπικό είναι δηλωτικό του καλού φαγητού που προσφέρει το κατάστημα. Αυτή μάλιστα θα δέσποζε με την πληθωρικότητά της στο μαγαζί.
Εργαζόμενο κορίτσι των τριακοσίων ευρώ, κατάλληλο για όλες τις δουλειές. Καθόταν στο ταμείο και στην κουζίνα, καθάριζετα τραπέζια, το πεζοδρόμιο, ακόμα και τις τουαλέτες, όταν η καθαρίστρια δεν πληρωνόταν ή αρρώσταινε και δεν εμφανιζόταν ποτέ. Στη δουλειά φορούσε πλαστικά γάντια και στο σπίτι έτριβε με αντισηπτικό τα χέρια της μέχρι που μάτωναν. Γενικά, ήταν υπέρ των παντός είδους εκκαθαρίσεων. Πάντα είχε στο μυαλό της τον τρόπο με τον οποίο ο ήρωάς της καθάρισε μέσα σε μία μόνο μέρα τον στάβλο των τριών χιλιάδων βοδιών.
Το ωράριό της ποτέ δεν το τηρούσε. Στις έξι τέλειωνε η βάρδιά της, αυτή καθόταν με ιδιαίτερο ζήλο, αμισθί, μέχρι τις εννέα ή τις δέκα, όταν η νεόπλουτη πιτσιρικαρία απ’ τα γύρω φροντιστήρια πλάκωνε στο μαγαζί και άραζε με τις ώρες, μέχρι να τυλώσει. Γρήγορο φαγητό, άφθονα αναψυκτικά και εξίσου άφθονες χλευαστικές ματιές και δηκτικά πειράγματα απ’ τα ανάγωγα μειράκια. Ήταν εκπαιδευμένη να μην ακούει και να μην δίνει σημασία.
*
Ρε μαλάκα, το βόιδι φεύγει. Γαμώ το κήτος, μάγκα μου. Αυτό σίγουρα το άκουσε. Ούτε γύρισε να κοιτάξει από πού ερχόταν η φιλοφρόνηση.
Έβαλε βιαστικά το πανωφόρι κλείνοντας με θυμό την πόρτα πίσω της. Έριξε στην πλάτη το σακίδιο που πάντα κουβαλούσε μαζί της – ένας Θεός ξέρει τι έριχνε μέσα κάθε φορά – και με βήμα φανταρίστικο απομακρύνθηκε. Πιπίλισε το δάχτυλό της. Ο κομμένος απ’ τα τριμμένα γυαλιά της κουζίνας αντίχειρας την έτσουζε. Αγόρασε ένα χανζαπλάστ και το κόλλησε. Τώρα ασφαλώς ήταν καλύτερα.
Στάθηκε για μια στιγμή στη βιτρίνα ενός πολυτελούς καταστήματος οπτικών που άνοιξε την προηγούμενη βδομάδα. Ασυναίσθητα το βλέμμα της έπεσε στον καθρέφτη. Αυτό που αντίκρισε τη σόκαρε. Δυο πόδια φιάλες υγραερίου, μια μέση φουσκωμένη σαμπρέλα, δυο σκασμένοι αερόσακοι να κρέμονται πάνω στο στήθος. Έφτυσε καταγής. Τέτοια πλάσματα ο μπόγιας θα ’πρεπε να τα μαζεύει, όχι να κυκλοφορούν ελεύθερα.
Πέρασε τρέχοντας τη λεωφόρο και σε λίγο λαχανιασμένη έφτασε στο γνώριμο σταυροδρόμι. Δεξιά το σπίτι της, αριστερά οι παρυφές της πόλης. Κοντοστάθηκε. Σήκωσε τα μάτια στον ξάστερο ουρανό. Αναγνώρισε τη μεγάλη και τη μικρή Άρκτο, τον Ωρίωνα, τον μελαγχολικό θηρευτή, που ήταν διάσημος για τη δύναμή του σαν κυνηγός και σαν εραστής. Θα ’θελε να γίνεται κι αυτή κάθε βράδυ κυνηγός και να βγαίνει παγανιά. Έτσι για πλάκα…
Σπίτι την περίμεναν να τους ετοιμάσει το βραδινό, να μαζέψει τις ακαθαρσίες τους, να προλάβει να βγάλει έξω και τον μούργο της μικρής αδερφής της, που σπάνια αυτή το πήγαινε βόλτα. Ήταν η χαϊδεμένη, βλέπεις, του μπαμπά. Το καλοκαίρι θα ’δινε Πανελλήνιες και όλη μέρα έκανε πως διάβαζε. Άλλο, που οι κοπάνες της ήταν περισσότερες απ’ τις μέρες που θυμόταν πως υπήρχε και σχολείο. Έτσι ήταν αυτή. Είχε μονίμως το ακαταλόγιστο. Όλο εντολές ήξερε να δίνει το σκατό. Και αυτή να υπηρετεί τον καθένα τις καθημερινές και τις αργίες. Γι’ αυτήν δεν υπήρχαν ρεπό. Τον μπαμπά και την όποια αγαπητικιά του, την άχρηστη γιαγιά που όλη μέρα πασιέντζες έριχνε και το μαμόθρεφτο που τους δούλευε όλους ψιλό γαζί. Και το βράδυ στο τραπέζι να πιάνει σαν ραντάρ τις υποχθόνιες ματιές τους πάνω της, καρφιά που μπήγονταν στο πρόσωπο και στο κορμί της. Ευτυχώς αυτή είχε τη δική της παρέα και την οικογένειά της χεσμένη.
Προχθές κάτι φίλοι της από τη γειτονιά, παιδιά που μαζί πήγαν σχολείο και μαζί το τέλειωσαν, η αληθινή της οικογένεια πάντως, πήγαν να βάλουν, για πλάκα, φωτιά στο σπίτι κάτι αλλοδαπών. Επιτέλους, να καθαρίσει η περιοχή απ’ τη βρομιά. Κάποιοι τους είδαν και τους κάρφωσαν στην Ασφάλεια. Φτου, σκουλήκια! Τους επισκέφθηκε στο κρατητήριο και τους φίλεψε τσιγάρα και λεφτά. Τους βρήκε και δικηγόρο. Ήταν ντόμπρα παιδιά. Ποτέ δεν την χλεύασαν, ποτέ δεν την κοίταξαν κάπως. Ούτε μισόλογα πίσω απ’ την πλάτη της. Μόνο μ’ αυτούς ένιωθε άνετα. Τους χρώσταγε ευγνωμοσύνη.
Το πήρε απόφαση, απόψε θα ’κοβε αριστερά και ας τους έστηνε στο σπίτι. Είχε για τα καλά πια νυχτώσει. Ε, ρε και να ’βλεπε τα μούτρα τους. Το μαλακισμένο, θα ’λεγε ο πατέρας της, πού γυρνάει έξω τέτοια ώρα; Άμα έρθει θα την κανονίσω εγώ! Στο μεϊντάνι θα μου βγει από τώρα; Και η μικρή να υπερθεματίζει και να τον φουντώνει. Πόσα ουίσκια είχες κατεβάσει ρε μπαμπάκα όταν την έκανες; Και η ξεπλυμένη γκομενίτσα, το περιπλανώμενο ντεκαπάζ, ολημερίς να βάφει και να ξεβάφει τα νύχια της. Απόψε θα δείτε τη χοντρή, γομάρια.
Στην πλατεία συνάντησε ένα γεροδεμένο πελάτη που είχε βγάλει βόλτα, την καθορισμένη πάντα ώρα, το λυκόσκυλό του. Βλέμμα δεν αντάλλαξαν. Πρόλαβε μόνο να δει τα μυτερά όρθια αφτιά του, τη μακριά τριχωτή ουρά, διέκρινε τους γομφίους και τους κοπτήρες του έτοιμους να τεμαχίσουν την τροφή, και ένιωσε πως ήθελε να καταβροχθίσει την ίδια, να ξεσκίσει την πλούσια λιπαρή σάρκα της.
Είχε ήδη αφήσει πίσω της τα φώτα της πόλης και περιπλανιόταν σε μέρη όπου μόνο πινακίδες Ο σκύλος δαγκώνει διαβάζεις. Απόψε αισθανόταν μιαν ανεξήγητη έξαψη. Ο παγωμένος αέρας να χαστουκίζει τα αναψοκοκκινισμένα σαν καλοψημένα τσίζμπεργκερ μάγουλα. Από το στόμα της καπνός η ανάσα να σχηματίζει αναδεύοντας δαχτυλίδια στο σκοτάδι. Με το στρατιωτικό αμπέχονο και τα μαύρα άρβυλα περισσότερο με λοκατζή σε ειδική αποστολή έμοιαζε παρά με νεαρή γυναίκα. Περπατούσε σκυφτά και σβέλτα, το μαύρο σκουφί κατεβασμένο μέχρι τ’ αφτιά και τα χέρια βαθιά χωμένα στις τσέπες. Ψυχή στους δρόμους. Ούτε αμάξι δεν κυκλοφορούσε. Μόνο αυτή και κάποιες αγέλες αδέσποτων που γρύλλιζαν από πείνα.
Στεκόταν πού και πού και χάζευε τα πλουσιόσπιτα που ξεφύτρωσαν ένα πρωί σαν τα μανιτάρια ύστερα από ολονύχτια νεροποντή. Ποιοι άραγε τα κατοικούν; Μπορεί και να τους έχει σερβίρει στο μαγαζί. Σταμάτησε στη βίλα των τετρακοσίων τετραγωνικών. Εδώ θα μένει εκείνη η δίμετρη ξανθιά με το απίστευτο τουπέ που σκάει μύτη κάθε Σάββατο μεσημέρι, με τις δύο κορούλες της. Φτυστές η Μπάρμπι. Αράζει μεγαλοπρεπώς την τζιπάρα της έξω απ’ το μαγαζί και σινάμενη κουνάμενη, με τα φανταχτερά της ρούχα λικνίζει τα καπούλια της για να ερεθίσει τα αντρικά βλέμματα. «Ο σκύλος δαγκώνει», σαν να λέει… πάρτε τα μάτια σας και φύγετε.
Παρακάτω, στην τριώροφη μεζονέτα με τα χρυσοποίκιλτα αρχαία αγάλματα που στολίζουν τον κήπο και τη θερμαινόμενη πισίνα κάτω απ’ το υπόστεγο, θα ζει η εξηντάρα παρουσιάστρια που απ’ τα αλλεπάλληλαμπότοξ μοιάζει με στραπατσαρισμένο απ’ το πολύ ξύλο μποξέρ. Ψεύτικοι γλουτοί, ψεύτικο στήθος, ψεύτικα χείλη. Ολόκληρη ένα πελώριο ψέμα. Ποιος μαλάκας, να ’ξερατην ανέχεται; «Ο σκύλος δαγκώνει: μην πλησιάζετε». Πού να την πλησιάσεις με τόση σιλικόνη…
Στο τέλος του δρόμου, σε απόσταση αναπνοής απ’ τη θάλασσα, στην αχανή έπαυλη των πέντε στρεμμάτων θα ’χει χτίσει τη φωλίτσα του εκείνο το νεαρό ζευγάρι αθλητικών τύπων που έρχονται στο μαγαζί για σαλάτες και καφέ. Πανάκριβα ρούχα και σεξαπίλ που σε σκοτώνει. Παραγγέλνουν μόνο σαλάτες και φρούτα γιατί πάνω απ’ όλα η σιλουέτα τους. «Ο σκύλος δαγκώνει: προσοχη».
Την περιπλάνησή της διέκοψαν απότομα τα γαβγίσματα των δύο μαύρων πιτμπούλ, το καμάρι του ηλικιωμένου κυρίου τους που καθημερινά τα τάιζε μπέργκερ απ’ το κατάστημα. Η ίδια τού τα ετοίμαζε με ξεχωριστή φροντίδα. Διπλή μερίδα για το καθένα. Καλοψημένα και νοστιμότατα! Της άφηνε και φιλοδώρημα. Ήταν η επιβράβευσή τους για την τυφλή υπακοή τους στο αφεντικό. Μια φορά ονειρεύτηκε πως ήταν ο Ηρακλής και με το ρόπαλο τούς έριχνε μια κατακέφαλα. Έτσι για χαβαλέ. Άλλοι ζητιανεύουν για μισό ευρώ και τα κοπρόσκυλα τρώνε τον περίδρομο. Πίσω απ’ την ψηλή περίφραξη είδε τα κοντότριχα τέρατα. Αναγνώρισε το θηλυκό, μακρύτερο στον κορμό απ’ το αρσενικό. Παρατήρησε με προσοχή το κεφάλι τους. Μεγάλο και φαρδύ, δυσανάλογο με το μέγεθος του κορμού. Σαν τον Όρθρο.
Σκυλιά-αφέντες, σκυλιά για κάθε σπίτι, σκυλιά που απολαμβάνουν κάθε περιποίηση. Σκυλιά που τα σέβονται. Σκυλιά προστάτες της απληστίας των κυρίων τους. Σκυλιά που τα χαϊδεύουν, τα πλένουν, τα χτενίζουν. Ποιος είναι το αφεντικό και ποιος ο υπηρέτης; Και συ, να φτιάχνεις μπιφτεκάκια για τα χαριτωμένα τους τετράποδα. Μάλιστα κύριε, σ’ ένα λεπτό θα είναι έτοιμα. Σε πακέτο ή στο χέρι; Και να κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις τα αηδιαστικά πειράγματα και τα προσποιητά ρεψίματα όταν σου γυρίζουν την πλάτη. Κάθε πελάτης και το παιδί του.
Φοβούνται, λέει, τους κλέφτες. Επικίνδυνη περιοχή και χρειάζεται φυσική προστασία. Σπίτια φρούρια που τα κατοικεί ο φόβος. Ο φόβος που διεκδικεί μερίδιο στην ευζωία τους. Αυτοί φεύγουν αλλά αυτός παραμένει άγρυπνος φύλακας του σπιτιού. Τα σκυλιά τα ’χουν για ξεκάρφωμα. Για να βαυκαλίζουν τις ανασφάλειές τους και να μοστράρουν τη δήθεν ζωοφιλία τους. Στην Αμερική, σκέφτηκε, αγαπάνε τα όπλα και δω τα σκυλιά τους.
Δε θυμάται πότε ήταν. Πάντα μπέρδευε τις μέρες και τους αριθμούς. Κάποιο απόγευμα, το μαγαζί αποπνικτικά γεμάτο δεν προλάβαινε τις παραγγελίες, όταν ο προϊστάμενος τής ζήτησε επιτακτικά να φέρει αμέσως τον κουβά με τη σφουγγαρίστρα. Η καθαρίστρια αρρώστησε και όφειλε η ίδια, ως συνήθως, να καθαρίσει τη λιμνούλα που άφησε το σπάνιελ τζέντλ ενός καλοπληρωτή θαμώνα. Ακόμα και οι “βασιλιάδες” μερικές φορές δεν έχουν τρόπους, σκέφτηκε. Υπάκουσε σιχτιρίζοντας, όταν άκουσε εκείνο τα σκυλιά είναι πιο καθαρά απ’ τα βόδια. Να μην σε ξανακούσω να δυσανασχετείς. Ως εδώ και μη παρέκει! Έτσι είναι, μη μιλάς!
Θυμήθηκε αυτό που είδε μια μέρα στην τηλεόραση. Εργόχειρα, υφαντά και μαξιλάρια, καθώς και πολυάριθμοι πίνακες ζωγραφικής ήδη από τον 14ο αιώνα να εκθειάζουν μικρά τετράποδα αυτού του τύπου. Τα σκυλιά της αριστοκρατίας! Εμένα – σκέφτηκε – μόνον εκείνος ο Αρτσιμπόλντο θα με ζωγράφιζε. Φρατζόλες για πόδια, μπέργκερ για μάγουλα, πατάτα για μύτη, κρεμμύδια για μάτια, λάχανα για στήθος. Γέλασε μόνη της. Στο μαγαζί που δούλευε ο ιδιοκτήτης έφερε κάποτε ένα αντίγραφο αυτού του ζωγράφου, δώρο ενός φιλότεχνου πελάτη, κι απ’ την πρώτη στιγμή της έκανε μεγάλη εντύπωση. Με διάφορα φρούτα και λαχανικά είχε φτιάξει ολόκληρο πρόσωπο. Αυτός ήταν ζωγράφος, είχε σκεφτεί, με όρεξη και φαντασία!
Κοίταξε στα κλεφτά την ώρα. Ήθελε να κάνει έναν ακόμα γύρο αλλά η σκέψη της ξεστράτισεστο χαριτωμένο σκυλάκι της αδελφής της. Έπρεπε να το ταΐσει κι αυτό. Μια ζωούλα είναι. Ποιος θα το φρόντιζε; Η ανεπρόκοπη; Ήταν περασμένες δέκα όταν ακροπατώνταςέμπαινε στην αυλή του σπιτιού της. Το αδέσποτο που είχε μαζέψει πριν από καιρό ημικρή, ήρθε γρήγορα κοντά της τρίβονταςχαδιάρικα την ουρά του στο παντελόνι της. Του τρέχανε τα σάλια. Έξυπνο σκυλάκι και λαίμαργο. Κατάλαβε πως στο σακίδιο υπήρχε ένα δωράκι για πάρτη του. Ήταν το τελευταίο και τυχερόβοδινό μπιφτεκάκι. Όρμησε στην τσάντα και το καταβρόχθισε με απίστευτη βουλιμία.
Στο σπίτιτην περίμεναν για να τους σερβίρει. Δεν συνήθιζε, βλέπεις, να καθυστερεί. Κάτι έκτακτο θα της έτυχε απόψε. Ο πατέρας έπαιζε νευρικά τα δάχτυλά του στο τραπέζι τικ τακ τικ τακ… Ένας αθλητικός σταθμός μονίμως τον ενημέρωνε για την εξέλιξη του στοιχήματος. Αυτή ήταν η απασχόλησή του νύχτα μέρα. Η μικρή με το λάπτοπ στα γόνατα, βυθισμένη στην εικονική πραγματικότητα του φατσοβιβλίου, έκανε πως μελετούσε τα μαθήματά της. Οι άλλες δύο, καθηλωμένες ατέλειωτες ώρες μπροστά στην οθόνη, παρακολουθούσαν την αγαπημένη τους σειρά κάνοντας πού και πού ζάπινγκ. Ούτε που την κατάλαβαν. Το σπίτι στα μαύρα του τα χάλια κι αυτοί θεονήστικοι. Σιωπηλή και ανέκφραστη τους σέρβιρε ό,τι πρόχειρο βρήκε μπροστά της, τακτοποίησε άρον άρον την ακαταστασία τους, πλύθηκε σχολαστικά όπως συνήθιζε κάθε βράδυ κι έπεσε κατάκοπη αλλά ευχαριστημένη να κοιμηθεί.
- Συμβαίνει κάτι; τη ρώτησε – με απρόσμενο ενδιαφέρον - ο πατέρας της, όταν έμπαινε στο δωμάτιό της. Δείχνεις κάπως απόψε.
- Μην ανησυχείτε καθόλου, καλέ μου πατέρα, και σας κοπεί η όρεξη. Εγώ το καθήκον μου το εκτέλεσα στο ακέραιο. Εσείς να δούμε τώρα! του έκανε όλο νάζι.
- Μούλα! τον άκουσε να ξεστομίζει μέσα απ’ τα σάπια δόντια του.
Κλείδωσε δυο φορές την πόρτα, σφάλισε τα παντζούρια, έσβησε τα φώτα, κουκουλώθηκε με το πάπλωμα μέχρι τ’ αυτιά και σε λίγο βυθίστηκε σ’ έναν κωματώδη λήθαργο. Ονειρεύτηκε πως η Ήρα μπήκε στην κάμαρά της και τη μεταμόρφωσε σ’ ένα θηλυκό σοκολατί λαμπραντόρ, όμορφο και περήφανο να κατοικεί σε κάποιο παλάτι σαν βασίλισσα. Το τρίχωμα να λάμπει στον ήλιο, όλοι να θαυμάζουν την ομορφιά και την ευγένειά του. Μάτια φιλικά να εκφράζουν τον χαρακτήρα, τη νοημοσύνη και την εξαιρετική του ιδιοσυγκρασία. Σώμα σφιχτοδεμένο, αθλητικό. Τι ωραία που είναι τελικά η σκυλίσια ζωή! Όλο επαίνους και θωπείες. Να κυλιέσαι στις ζεστές ολόμαλλες φλοκάτες, να σου γαργαλάνε τρυφερά την κοιλίτσα σου, να σου καθαρίζουν τα πόδια και συ όλο νάζι να δέχεσαι άπληστα τα κομπλιμέντα, τα χάδια, τα φιλιά, τα γούτσου γούτσου φίλων και γνωστών. Όλη μέρα καθισιό, βόλτες πρωί βράδυ, τακτική επίσκεψη στον κτηνίατρο για τσεκάπ και στο κομμωτήριο σκύλων για περιποίηση στο τρίχωμά σου. Α, ναι, και σαμπουάν με ουδέτερο PH κι έπειτα μαλακτικό.
Κοιμήθηκε βαριά μέχρι το άλλο απόγευμα. Ούτε τα ουρλιαχτά της μικρής το πρωί δεν την ξύπνησαν ούτε οι βλαστήμιες του πατέρα της ούτε τα τσιριχτά της λεγάμενης ούτε τα καντήλια που κατέβαζε η γιαγιά.
Πηγαίνοντας, σούρουπο πια, με το λεωφορείο στη δουλειά της, συνέλαβε φευγαλέα μέσα απ’ το νοτισμένο τζάμι μερικούς απ’ τους καλύτερους ζωόφιλους πελάτες της να βολοδέρνουν κατηφείς στην έρημη από κόσμο παραλία. Αστείο που της φάνηκε το θέαμα! Είκοσι αναμμένα κεράκια και αυτοί καθισμένοι κατάχαμα στην υγρή άμμο, πιασμένοι χέρι χέρι, με τους ώμους κυρτωμένους. Της θύμισε εκείνο τον χορό της αρχαίας τραγωδίας που είχε παρακολουθήσει κάποτε στην τηλεόραση και της είχε φανεί μάλλον αστείος παρά τραγικός.
Έπειτα από καιρό στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη του μαγαζιού. Σήκωσε τα μανίκια. Τα χέρια της μελανιασμένα, σημαδεμένα, ολόκληρες δαγκωματιές, τατουάζ δράκων με κόκκινες γλώσσες.Τα ξανακατέβασε. Έβαλε τη συνηθισμένη ολόσωμη ποδιά κι έκατσε πίσω από τον πάγκο των παραγγελιών. Ένα διπλό βοδινό μπέργκερ, παρακαλώ ακούστηκε μια υλακή όλο ένταση και ασυνήθιστη αυτοπεποίθησηαπό το μικρόφωνο. Χαμογέλασε πικρά. Θυμήθηκε τον αγαπημένο της Ηρακλή και τα κόκκινα βόδια που θυσιάστηκαν στην Ήρα.
*Από τη συλλογή διηγημάτων Δημόσιες ιστορίες, 2013