Μια τρύπα στην κάλτσα...

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 12.01.18 ]

 Κάθε ιστορία χρειάζεται, για να γραφεί, μπόλικη δόση περιέργειας. Απλότητα και ειλικρίνεια. Και το σπουδαιότερο, έναν αφηγητή που φαίνεται ετεροδιηγητικός και καταλήγει ομοδιηγητικός. Πολλές φορές συμβαίνει σαν κλέφτης να τρυπώνω στη ζωή των άλλων για να υπεξαιρέσω, από μακριά, τα μυστικά τους. Στο απέναντι από τη δουλειά μου δημόσιο κτήριο μια γυναίκα βγαίνει κάθε πρωί στις μεταλλικές σκάλες εκτάκτου ανάγκης. Στις έντεκα ακριβώς. Βιαστική ανάβει τσιγάρο και μιλά στο τηλέφωνο. Απορροφιέμαι και η παρουσία της μού κρατά συντροφιά. Το βλέμμα μου την αγκαλιάζει.

1η εκδοχή: Πρέπει να σου μιλήσω. Δεν σηκώνει αναβολές. Μέχρι εδώ.

2η εκδοχή: Θα με αφήσει, το ξέρω. Ύστερα από είκοσι χρόνια γάμου. Με δύο παιδιά.

3η εκδοχή: Οι καθημερινές φροντίδες. Οι έγνοιες. Ο χρόνος που τελειώνει…

4η εκδοχή: Θα σε δω στο σχόλασμα. Δεν βλέπω την ώρα. Ναι, στη γωνία. Εκεί που με άφησες προχθές. Στις τρεις ακριβώς. Θα σε περιμένω. Μην αργήσεις.

5η εκδοχή: Αύριο έχω ραντεβού στο κομμωτήριο. Δεν νομίζω. Θα δείξει.

6η εκδοχή: Να του μαγειρέψεις ρύζι με κοκκινιστό. Αυτό άρεσε πάντα στον μπαμπά. Μην τον αφήσεις απ’ τα μάτια σου, Σβετλάνα. Τ’ ακούς;

7η εκδοχή: Το μεσημέρι θα περάσω από το σχολείο. Μη φύγεις. Να με περιμένεις. Μου τηλεφώνησε ο Διευθυντής σου.

8η εκδοχή: Το ρετιρέ θα βγει στο σφυρί. Είναι μεγάλη ευκαιρία.

9η εκδοχή: Η προαγωγή είναι θέμα λίγων ημερών.

10η εκδοχή: Ένας ενοχλητικός τύπος με παρακολουθεί από απέναντι. Λέω να καλέσω την Αστυνομία.

Πηγαίνω στο γραφείο, επιλέγω μια εκδοχή σαν εναρκτήρια φράση και, ακολουθώντας τις συνταγές του καλού συγγραφέα, γράφω την ιστορία μου ψυχρά σα να κείτομαι σε φέρετρο, χωρίς να εμπλακώ συναισθηματικά με την ηρωίδα μου. Το μόνο που με απασχολεί: αν είναι πετυχημένη ή αποτυχημένη.

Μια μέρα μουντή που σχόλασα αργότερα συναντηθήκαμε τυχαία στο φανάρι. Για πρώτη φορά την είδα από κοντά. Κούτσαινε ελαφρά στο αριστερό πόδι. Μου χαμογέλασε σα να με γνώριζε. Κι εγώ από αμηχανία γύρισα αλλού το κεφάλι. Έπειτα έκατσε στο κάθισμα της στάσης ανάμεσα στον κόσμο. Έβγαλε το αθλητικό παπούτσι της. Το μεγάλο δάχτυλο πρόβαλε αγέρωχα μεταλλικό από την τρύπια κάλτσα. Ίσιωσε τον πάτο και το ξαναφόρεσε με δυσκολία. Σε λίγο ξέσπασε κόκκινη βροχή. Πρόλαβε και μπήκε στο λεωφορείο.

Το βράδυ διάβασα τυχαία μια περικοπή του Τσέχοφ: «Πρέπει να είσαι Θεός για να μπορείς να ξεχωρίζεις τους πετυχημένους από τους αποτυχημένους χωρίς να κάνεις λάθος». Άνοιξα τον υπολογιστή και, χωρίς να το πολυσκεφτώ, έστειλα την ιστορία μου στον κάδο ανακύκλωσης.