Μια κοινότυπη ιστορία
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 17.03.18 ]Αν η κυρία (του) Χαρίτου γνώριζε πόσο επικίνδυνη μπορούσε να γίνει η χύτρα των συναισθημάτων, όταν ο διακόπτης ασφαλείας άρχιζε να λασκάρει, δε θα ξεκινούσε καν για το κομμωτήριο εκείνο το πρωινό. Για την ακρίβεια, δε θα ξαναπατούσε πόδι στο συγκεκριμένο κομμωτήριο. Όμως, αγνοούσε παντελώς τη λειτουργία της χύτρας. Γιατί στη ζωή της κυρίας (του) Χαρίτου, άλλοι μαγείρευαν γι αυτήν.
……………………………………………………
Τα αβρά χεράκια του κοριτσιού, δημιουργούσαν συμμετρικά σλάλομ, πάνω στους αισθητήριους κλάδους των επιφανειακών νεύρων του δέρματος. Και σιμά, και τα αγγεία επωφελούνταν στη διαστολή της θέρμης. Μ’ έναν τρόπο αισθησιακό και κατευναστικό συγχρόνως!
Θα μπορούσε η κυρία Χαρίτου να επιβραβεύσει την επιδεξιότητά τους. Θα ήταν αναμφίβολα, ένα δείγμα ευγένειας του κοινωνικού της στάτους, μια επίδειξη ανωτερότητας μπρος σε μια –έστω- καλοπληρωμένη προσφορά…. Τη μέρα εκείνη όμως κάποιες σκέψεις παρέσυραν το μυαλό της αλλού. Και το αμέλησε. Όχι μόνο. Κάποιες αδέξιες κινήσεις, ένα αδρό γρατζούνισμα απ’ το μικρό –έστω- δακτυλάκι, την έκαναν να σηκώνει ενοχλημένα, το δεξί της φρύδι.
«Σήμερα είναι η τελευταία μου μέρα εδώ μέσα!». Η σκέψη του κοριτσιού, διέτρεξε τους νευρώνες, τις συνάψεις, κυστίδια ορμονούχα ξαμόλησαν το πολύτιμο περιεχόμενό τους καθώς εφόρμησαν στην καρδιακή χουφτίτσα! Τακ-τουκ, Τακ-τουκ! Ρυθμικά αλλά γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα. Άτσαλα για δευτερόλεπτα.
-Τι κάνεις κοπέλα μου; Με πονάς! Η φωνή ακούστηκε από μακριά, πολύ μακριά.
-Συγνώμη, με συγχωρείτε! Απάντησε η δική της. Από μακριά, πολύ μακριά.
-Πρόσεχε επιτέλους!
Το βλέμμα του αφεντικού της δηλητηριώδες πέταξε προς τη μεριά της.
-Θα προσέχω. Συγνώμη.
……………………………………………………….
Το πρόγραμμα προέβλεπε μασάζ και στον αυχένα.
Οι συμμετρικοί μύες του λαιμού της κυρίας Χαρίτου, έσκυψαν ευγενικά. Και σαν χάντρες κομπολογιού, ξεπετάχτηκαν οι αποφύσεις των λεπτών της σπονδύλων. Τη στιγμή εκείνη χτύπησε το κινητό της. Και το Παρισινό βαλς του Ian Hughes ξεχύθηκε στο σαλόνι.
-Σταματάς για λίγο παρακαλώ; Και κράτησέ μου το στ’ αυτί μη βραχεί. Πρέπει να είναι ο σύζυγος! Αλλιώς δεν θα το σήκωνα.
Δεν ήταν ο σύζυγος. Ήταν μια φίλη. Και κάποια συνάντηση κανονίστηκε εκείνη τη βραδιά ανάμεσα σε επιμελημένα αναφωνήματα, και τετριμμένα φιλάκια. Ξαφνικά όμως, το πέρα-δώθε στο πόδι, το κοίταγμα στο ρολόι του κομψού καρπού, πρόδιδαν την ανυπομονησία της πελάτισσας.
-Τελείωνε βρε παιδί μου! Πολύ αργείς σήμερα!
Και καθώς η σαϊτιά του αφεντικού την κάρφωσε πάλι.
«Δεν αργώ!», είπε το χαμόγελο-σπασμός. Αλλά όταν το αφεντικό έστρεψε το βλέμμα σε άλλο κορίτσι , είχε την περίεργη αίσθηση, πως το βλέμμα της, του ανταπόδωσε τη μολυσμένη σαΐτα. Ύστερα σκέφτηκε:
«Eίμαι ήδη μακριά. Όχι μόνο γιατί με απέλυσες»
………………………………………………………….
Στο πεντάλεπτο:
-Θα προλάβω; Αναρωτήθηκε δυνατά η Χαρίτου.
«Δε θα προλάβω να ζήσω!» Για άλλη μια φορά από τις τρισεκατομμυριοστές που συμβαίνουν την ημέρα, η σκέψη έκανε τη συνηθισμένη της διαδρομή. Από το φλοιό, μέχρι την τελική κίνηση…
-Αργείς απελπιστικά σήμερα!
Οι αντίχειρες ακουμπούσαν ευγενικά τις αποφύσεις των σπονδύλων. Και τα υπόλοιπα δάχτυλα την ελαφρά προεξοχή του θυρεοειδούς. Αυτό που ο κόσμος λέει «μήλο του Αδάμ».
-Τελείωνε επιτέλους!
Η φωνή ήρθε από… αλλού. Και ύστερα την πήραν κύματα. Στη συνέχεια κι άλλες φωνές. Μέσα σε κύματα κι αυτές. Μακριά, πολύ μακριά.
…………………………………………………………………….
Όταν άνοιξε τα μάτια, πολλές άσπρες μπλούζες από πάνω της.
Αλλά αυτή ένοιωθε ήρεμη. Δεν ρώτησε αν τα δάχτυλά της είχαν προκαλέσει βλάβη στο λαιμό της Χαρίτου. Ούτε αν το βλέμμα της κατά έναν τρόπο μαγικό είχε κεραυνοβολήσει οριστικά το αφεντικό της.
Η μια άσπρη μπλούζα κρατούσε ένα χαρτί. «Είναι το ένταλμα!» Σκέφτηκε δίχως τρόμο. Απευθυνόταν όμως στην άλλη άσπρη μπλούζα.
-Υπάρχει ένα πρόβλημα εδώ!
-Ναι το είδα!
-Ρώτησέ την. Πιθανόν γνωρίζει!
-Ας την αφήσουμε να συνέλθει πρώτα…
Και καθώς εκείνη ανασηκωνόταν…
-Αυτό… Το πρόβλημα στο… αίμα σου γνωρίζεις ότι υπάρχει;
Ένευσε καταφατικά.
-Νομίζω ότι συνήλθες! Έχεις ασφάλεια;