Μεταξύ ντροπής και ενοχής
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 17.04.23 ]Η ενοχή βαραίνει όλους μας, κανείς δεν μπορεί να της ξεφύγει. Όλοι οι ποιητές μίλησαν για αυτήν, ο Δ. Σολωμός στον «Λάμπρο», ο Κ. Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Λειβαδίτης, ο Σαίξπηρ, ο Σίλλερ, ο Καμύ, ο Κάφκα...
«Ο Φρόυντ είχε μιλήσει για ένα προϋπάρχον αίσθημα ενοχής, που φαίνεται να καραδοκεί μέσα στο άτομο, έτοιμο, και περιμένοντας ν' αφομοιώσει μια κατηγορία που θα διατυπωθεί εναντίον του. Η ιδέα αυτή φαίνεται να αντιστοιχεί με εκείνη ενός αδέσμευτου άγχους, που έχει υπόγειες ρίζες, πιο κάτω ακόμα και από το ατομικό ασυνείδητο». (Χ. Μαρκούζε, Έρως και πολιτισμός, εκδ. Κάλβος).
Στις Ευμενίδες, ο Ορέστης εμφανίζεται να καταδιώκεται από τις Ερινύες. Η Ορέστεια παραπέμπει σε τρία μείζονα θέματα: την ύβρι, τον φόνο και την ενοχή, ως προϋποθέσεις sine qua non του δυτικού ανθρώπου. Σκιαγραφεί έτσι το ενοχικό κλίμα μέσα στο οποίο θα οικοδομηθεί ένας πολιτισμός τριών χιλιετιών ενώ ο συμβολισμός του φόνου ανάγεται στον «πρωταρχικό φόνο» που συνδέεται με την ενοχή. Στο ανάκτορο των Ατρειδών ο φόνος και η ενοχή είναι οι πρωταγωνιστές. Το ίδιο στον Μάκβεθ ή τον Άμλετ του Σαίξπηρ. Για τους Heidegger και Sartre συνδέεται με την άρνηση της ελευθερίας μας.
Στο βιβλίο του «Πολιτισμός πηγή δυστυχίας», ο Φρόυντ ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν συναισθήματα ενοχής, γιατί τα επιθετικά τους ένστικτα πρέπει να δαμαστούν αν ελπίζουν να μοιραστούν την αγάπη που η πολιτισμένη κοινωνία έχει διαθέσιμη για τα μέλη της: «ο πολιτισμός [ ..] κάνει κάτι πολύ περίεργο[…]. Η επιθετικότητα ενδοβάλλεται, εσωτερικεύεται, και στην πραγματικότητα ξαναστέλνεται εκεί από όπου προήλθε, δηλαδή απευθύνεται ενάντια στο Εγώ […]. Την ένταση ανάμεσα στο αυστηρό Υπερεγώ και στο υποταγμένο σε αυτό Εγώ την ονομάζουμε ένοχη συνείδηση. Εκφράζεται ως ανάγκη για τιμωρία». Για τον Φρόυντ, ο ενοχικός φόβος ανάγκασε τον πρωτόγονο να επινοήσει το Θεό. Η ενοχή δηλαδή που ένιωσε ο πρωτόγονος για το φόνο του αρχέγονου πατέρα και ο φόβος της τιμωρίας για την ενοχή του αυτή σχετίζεται με την καταγωγή της θρησκείας, ενώ η επιληψία του Ντοστογιέφσκι αποδίδεται στην ενοχή που ένιωθε για τις πατροκτονικές του τάσεις. Την ίδια ενοχή νοιώθει και ο ήρωάς του Ντιμίτρι στους Αδερφούς Καραμαζόφ. Ενοχή αισθανόταν και ο Ρασκόλνικοφ για την εγκληματική πράξη του. Η ενοχή και η «νευρωτική καταπάτηση» των ενστίκτων είναι η τιμή που πληρώνουμε για να μπορούμε να ζούμε μαζί.
Για τον Α. Giddens, στην τωρινή «ύστερη νεωτερικότητα» «η δυναμική της ντροπής μάλλον παρά της ενοχής έρχεται να καλύψει την κεντρική ψυχολογική σκηνή. Η ντροπή, λέει ο Α. Giddens, διαφέρει από την ενοχή: η ντροπή εξαρτάται από συναισθήματα προσωπικής ανεπάρκειας, και έχει σχέση με την ολοκλήρωση του εαυτού, ενώ η ενοχή προέρχεται από συναισθήματα λαθεμένων πράξεων. Η ενοχή συνδέεται με το άγχος, που εκλύεται όταν παραβιάζονται οι περιορισμοί που θέτει το υπερεγώ, ενώ η ντροπή προέρχεται από την αποτυχία του να βιώσουμε τις προσδοκίες που θέτει ο «ιδανικός εαυτός» μας. Η κοινωνία που περιγράφεται στον Όμηρο έχει τα χαρακτηριστικά του «πολιτισμού της ντροπής» σε διάκριση προς τον «πολιτισμό της ενοχής» των επόμενων αιώνων. Σε γενικές γραμμές η ντροπή σχετίζεται με το πώς νομίζουμε ότι μας βλέπουν οι άλλοι. Για τον Sartre, η συνείδηση αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα με το βλέμμα του άλλου.
Η Ποταμιάνου ("Τα εναντίον εαυτού", εκδ. ΜΕΤΑ, 2008) ισχυρίζεται ότι οι κινήσεις εναντίον εαυτού, οι αναστολές και οι αποτυχίες εγγράφουν οδυνηρά στην ανθρώπινη ζωή τη δράση της ενοχής. Η οπτική της ανάγκης της τιμωρίας λόγω επιθυμιών αφανισμού του άλλου διαπλέκεται με την προβληματική των εσωτερικεύσεων και των ταυτίσεων. Η επιθετικότητα η οποία στην εξέλιξη του ατόμου υπόκειται σε απωθήσεις, εγκαθιστά μέσα στο υποκείμενο και τον επιτιθέμενο και το θύμα(Ηθικός μαζοχισμός). Δεν αφορά µόνον παραβάσεις σχετικές µε επιθυµίες ερωτικές ή επιθετικές του φαλλικού αλλά από πολύ πρωιµότερες εµπειρίες. Συνδέεται με την ευχαρίστηση της τιμωρίας πράγμα που είναι εµφανές στους ψυχαναγκασµούς επαναλήψεων που µαρτυρούν ότι αυτοτιµωρητικές κινήσεις είναι σε δράση.
Η ενοχή θεωρήθηκε συναίσθηµα υπόλογο για αναστολές, καταστολές, κινήσεις εναντίον εαυτού, για ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις που περιέγραψε τόσο η M. Klein όσο και άλλοι ψυχαναλυτές. Ο Freud συνδέει την ενοχικότητα µε το αυστηρό Υπερεγώ, ενώ η Klein τη συνδέει µε τη βλάβη που το υποκείµενο αισθάνεται ότι προξενεί στα εσωτερικευµένα αντικείµενα. Η ενοχή παρουσιάζεται έτσι ταυτόσημη με την ανθρώπινη φύση και εκδηλώνεται σε ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος ενώ ως επανόρθωση ορίζεται η αυτοπραγμάτωση. Για τον Bruckner η απαγόρευση της απόλαυσης έχει αντικατασταθεί από το άγχος της απόδοσης. Η ενοχή σχετίζεται με ένα νέο στόχο: το να είμαστε διαρκώς ευτυχείς.
Η ενοχή δημιουργεί σχέσεις, «υφαίνει» σχέσεις μεταξύ των μελών μίας οικογένειας, όπως επίσης και μεταξύ των γενεών. Αισθάνεσαι ένοχος έναντι των γονιών σου και οι γονείς έναντι των παιδιών τους. Η ενοχή είναι συναίσθηµα που µπορεί να ξεσηκώσει ψυχικές θύελλες, ένα καταστροφικό πάθος που ορίζει «το υποφέρω» ως δώρο και δεσµό ακατάλυτο, όσο και εξουθενωτικό για το άτομο. Για τον Καβάφη: «Όλοι οι νόμοι της ηθικής - κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι - είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας». (από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; - 1923, Ίκαρος 1993).