Μεγάλες προσδοκίες

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 31.12.17 ]

Παραμονές πρωτοχρονιάς, το συνήθιζαν οι γονείς να πηγαίνουν απ’ το χωριό στο Ναύπλιο, για τ’ απαραίτητα ψώνια του τραπεζιού της αυριανής, αλλά και για τα αγιοβασιλιάτικα δώρα για τα κορίτσια. Οι παραγγελίες είχαν δοθεί από μέρες. Βιβλία. Αλλά και καμιά κουτσούνα, δε θα ’πεφτε άσχημα. Τα βιβλία και για τις δυο τους, η κουτσούνα για τη μικρή, που το γυρόφερνε δειλά-δειλά, να μην την κοροϊδέψει η μεγάλη.

Έφευγαν λοιπόν αυτοί, με τη δεκατιανή συγκοινωνία, κλειδώνοντας τα τσουπιά μέσα. Από το παράθυρο που έβγαζε στην αυλή, από κει στον κήπο, κι ύστερα παραέξω στο δρόμο, τους έβλεπαν τα δυο ζευγάρια μάτια μέσα απ’ το σπίτι, ν’ ανεβαίνουν στο λεωφορείο. Αλλά και κάμποσα άλλα, που παραφυλούσαν έξω απ’ αυτό! Και μόλις το όχημα ροβολούσε προς τη στροφή, πεντέξι κοριτσίστικα κορμιά, ορμούσαν με βιάση, ακριβώς έξω από το παράθυρο.  Γέλια και δροσερά επιφωνήματα! Έξω και μέσα από το σπίτι.

Η μικρή, δεν το ’χε σε τίποτε να τις βάλλει να σκαρφαλώσουν στο παράθυρο και μετά, τσουπ στο δωμάτιο. Η μεγάλη όμως, έβαζε τους νόμους. Γιατί αυτή, την είχε ορίσει φύλακα η μάνα τους. «Πρόσεχε κακομοίρα μου! Μη και μάθω, πως βάλατε παιδιά μέσ’ στο σπίτι, χαθήκατε». Γιατί προφανώς κάτι θα είχε πάρει τ ’αυτί και το μάτι της, από γειτόνους, ή «αλλαγές» στο σαλόνι της από προηγούμενες εισβολές. «Να κάνετε παρέα και να τα λέτε μεταξύ σας. Έχετε η μια την άλλη. Κι αν… κάποια φιλενάδα σάς μιλήσει, να τα λέτε από το παράθυρο. Δεν είναι ανάγκη να βάζετε κόσμο στο σπίτι, όταν λείπουμε εμείς».

Στους νόμους όμως, δεν είναι ν’ αφήνει κάποιος «παραθυράκια». Γιατί είναι επίσης νόμος, πως κάποτε κι αυτά θα παραβιαστούν. Έτσι στην προκειμένη περίπτωση, τα δασκαλοκόριτσα από μέσα, τα χωριατόπαιδα οι φιλενάδες, στην αυλή. Αρχικά. Μέχρι η εξοικείωση, να γίνει τέτοια, που άρχιζαν οι πρώτες εφορμήσεις. Πρώτη και καλύτερη, αποτολμούσε η Χριστίνα, η πιο τολμηρή. Που το ατροφικό της πόδι από την πολυομελίτιδα, καθόλου δεν την εμπόδιζε, να επιδίδεται σε παρόμοιους άθλους.  Ίσα-ίσα, που αυτή η αναπηρία την έκανε και πιο αντράκι από τα μικράτα της. Και όσο οι δυο τους απόμεναν να την κοιτάνε με το στόμα ανοιχτό, αυτή σχολίαζε ήδη με στεντόρεια φωνή, ν’ ακούνε και οι άλλες απ’ έξω.

«Πω-πώ! Ένα δέντρο ίσια με κει πάνω κορίτσια! Και που να ιδείτε στολίδια, να τρίβουτε τα μάτια σας! Ούιιι! Κι ένας Αγιοβασίλης θερίος! Άλλο να σας τα λέω, άλλο να τα ιδείτε μοναχές σας!»

Ε! Δεν ήθελε και πολύ. Αυτό ήταν το «κάλεσμα». Η μεγάλη βέβαια, με τα μάτια φρουρό, έβαζε τα όρια. «Να μπαίνει η μια, να βγαίνει η άλλη!» Γιατί όσο και να το κάνουμε, αν και την περηφάνια για το στολισμό της μητέρας τους, την είχαν μπόλικη και οι δυο τους, οι περιορισμοί «άνωθεν» έπρεπε να τηρούνται.

Πολλές φορές όμως το παιχνίδι ξέφευγε. Έτσι, μετά από κάνα δυο ωρίτσες, τα γέλια και τα ξεφωνητά ακούγονταν μόνο από τη μέσα μεριά. Και όχι μόνο αυτά! Σε λίγο, τα δισκάκια στο πικ-απ έδιναν τα ρέστα τους στην Άγια νύχτα και στα κάλαντα. Μέχρι που… Το ρεπερτόριο το άλλαζε η Ντίνα. Η Ντίνα! Ήταν η μεγαλύτερη απ’ όλες, η ομορφότερη, και η σοφότερη. Με ένα έμφυτο κοσμοπολιτισμό, που κανένα «μαντρί» του χωριού δεν θα κατάφερνε ν’ αλλάξει. Γιατί ναι, ο πατέρας της, ήταν ο αρχιτσέλιγκας -ας πούμε- του χωριού, ίσως και ο πιο εχούμενος από τους συντοπίτες. Η Ντίνα όμως, όπως και τ’ αδέρφια της με αυστηρή πειθαρχία, συμμετείχε σε οτιδήποτε αφορούσε την οικιακή οικονομία. Μέσα και έξω από το σπίτι εννοείται. Πέρα λοιπόν από τα μαθήματα -που ήταν και ξεφτέρι- «φύλαγε» και τα πρόβατα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αλλά όσο καθαρή και καλοβαλμένη την έβλεπε κάποιος στην αγορά και στο σχολείο, άλλο τόσο ήταν κι όταν της έπεφτε ο κλήρος να βοσκήσει τα ζα, να τα  μαντρώσει, να τ’ αρμέξει.  Ήταν μια μικρή κυρία σε όλα τα επίπεδα παρά τα λίγα της χρόνια.

Από τη μικρή λοιπόν αυτή κυρία, με τα τεράστια νοσταλγικά της μάτια, που καθρέφτιζαν λίμνες και πράσινους αγρούς, έμαθαν τα δασκαλοκόριτσα, να χορεύουν μπόσα-νόβα! Δειλά-δειλά στην αρχή, αλλά το κομψό ποδαράκι της Ντίνας, δε γνώριζε από δειλία. «Με κέφι! Με μπριο! Σαν την Μάρθα Καραγιάννη καλέ! Ή σαν τη Ζωή!», τις παρότρυνε γελώντας. Κι αν η Μάρθα και η Ζωή ήταν τα κορίτσια που ο καλοκαιρινός σινεμάς τους τα ’φερνε στην μοσχομυριστή αυλή του καφενείου του κυρ-Φώτη, ακριβώς απέναντι απ’ το σχολείο, κάποιες γκοφρέτες που ευλαβικά μάζευαν  όλο το χρόνο,  έφερναν όλους τους αστέρες της Φίνο-φιλμς στο σπίτι, και βεβαίως στο χαλί, όπου πεσμένες μπρούμυτα απέμεναν να θαυμάζουν, να ταυτίζονται, να ονειροπολούν και σπανίως να τους ανταλλάσσουν μεταξύ τους. «Δώ’ μου ένα Μπάρκουλη, να σου δώκω μια Ζωή που την έχω διπλή!», «Έχω Μπάρκουλη! Να μου δώσεις έναν Κακκαβά!», «Ούιι! Πού να τον βρω  μωρή τον Κακκαβά!!»

Κι όταν διενέξεις αυτού του τύπου δεν έλεγαν να πάρουν τέλος, έρχονταν οι δίπλες και οι κουραμπιέδες να λύσουν το αδιέξοδο. Που η καλή τους Ντίνα σαν «μικρή κυρία», για να μην έρθει με άδεια χέρια, αλλά και για να μην υποχρεωθούν τα δασκαλοκόριτσα να βγάλουν της μαμάς τους, φρόντιζε να κουβαλάει από το σπίτι της. Ξετύλιγαν λοιπόν την πετσετούλα και όλες μαζί πέρα από τα μέλια, τα καρύδια και την ζάχαρη άχνη, γεύονταν την φιλία τους, που έτσι στέριωνε καλύτερα.

………………………………………………………………………………….

Αλλά κείνη την παραμονή, η Ντίνα δεν ήρθε στην παρέα τους. Και η απουσία της χτύπησε «καμπανάκι». Βέβαια, η διαφορά είχε φανεί από τότε που η «μικρή κυρία», έγινε γυμνασιοκόριτσο, της τρίτης τάξης παρακαλώ! Όχι ότι ψήλωσε η μύτη της, κάθε άλλο. Ίσα-ίσα η ευγένεια ποτέ δεν την εγκατέλειψε. Αλλά μια περίεργη σοβαρότητα είχε φωλιάσει στο όμορφο πρόσωπό της, τα μάτια της τα πλανεύαν άλλα όνειρα, άλλες επιθυμίες, που για κείνες παρέμεναν γρίφος!

Και ο αντίκτυπος αυτής της απουσίας ήταν ολοφάνερος και στις υπόλοιπες.

«Χωρίς Ντίνα…», η μια. «Χωρίς Ντίνα…» η άλλη, όλα τους φαίνονταν άνοστα. Και η μπόσα νόβα, χωρίς χορογράφο, κατέληγε σε χαζοσέικ. Ώσπου η Χριστίνα, το «ρόυτερ», το πέταξε κι αυτό. «Αν θέτε να ξέρουτε, η Ντίνα δεν έρχεται γιατί τα έχει!»

«Τα έχει!» Η μαγική φράση, για κάποιον που ο έρωτας του χτύπησε την πόρτα για τα καλά. Και γύρω απ’ αυτή τη φράση κάθισαν εκείνο το απόγευμα και έστησαν όνειρα, επιθυμίες, ηθικολογίες, ντροπαλοσύνες, επισημάνσεις, αναστενάγματα, κρυφόγελα, αλλά και σύμπνοια και αλληλοκατανόηση.

………………………………………………………………………………………….

Αργά τη νύχτα, στα κρεβάτια τους τα δασκαλοκόριτσα, είχαν δίπλα στο μαξιλάρι από ένα βιβλίο η κάθε μια. «Μεγάλες προσδοκίες», στο προσκεφάλι της μεγάλης. «Ένα παιδί κοιτάει τ’ άστρα», στο προσκεφάλι της μικρής. Η τελευταία κουτσούνα, είχε από πέρυσι κλειστεί στο αρμάρι, μαζί με τις υπόλοιπες. Το φλουρί το είχε κερδίσει η μητέρα, δικαίως κι αυτή μια φορά, με τόσο κόπο να τα παρουσιάσει όλα στην εντέλεια.

«Μεγαλώσαμε ένα χρόνο!», έκανε η μικρή, έτσι για να πει κάτι.

«Ναι», αναστέναξε η μεγάλη. «Από του χρόνου Γυμνάσιο εγώ»

«Μαζί με τη Ντίνα μας», ψιθύρισε η άλλη ασυναίσθητα.

Κι όταν η αδερφή της ανασηκώθηκε στο πλάι όλο σοβαρότητα, η μικρή, γνώριζε ήδη πως κάποια σπουδαία ανακοίνωση θα έκανε.

«Και να σου πω. Τέρμα τα δώρα από Άγιο Βασίλη, σα να λέμε από γονείς δηλαδή. Εσύ αν θέλεις… βέβαια… μικρή είσαι ακόμα. Γιατί εγώ το μόνο που θέλω… είναι ν’ αγαπήσω!»

Και γύρισαν κι οι δυο πλευρό, η μια με την προσδοκία εξομολογημένη. Και η άλλη, με την ίδια, κρυμμένη στο μαξιλάρι της.