«Με είδες, έτσι δεν είναι;»

[ Γιώργος Παππάς / Ελλάδα / 08.02.18 ]

Ήταν άλλες οι ματιές τότε, ευτυχώς εκείνα τα χρόνια δεν φόραγαν βλέμματα, ευτυχώς εκείνα τα χρόνια δεν τα βάφανε για να τα πουλήσουν, δεν τα προσάρμοζαν στα γούστα του  άλλου για να κερδίσουν,

ήταν άλλοι κι αλλιώς οι ήχοι τότε, δεν κοσκινίζονταν σε στόχους, εγώ, καταβολές και βιώματα, γλιστρούσαν, βαθιά, κρατώντας ευτυχώς τα ολοκάθαρά τους μέταλλα, ξερνώντας τόσο τις σκουριές όσο και τις λαμπερές επιστρώσεις,

ήταν αλλιώς οι φωνές τότε, καθαρές κι ελεύθερες, έρρεαν από ψυχή σε ψυχή, από ελπίδα σε ελπίδα, κουβαλώντας ζεστασιά, αλήθεια, φροντίδα, σεβασμό, συστολή κι αγωνία για την ουσία τους,

τα  μύχιά τους  ξεχειλίζοντας από ενσυναίσθηση, ενώνοντας το συνειδητό με το αυθόρμητο και σπρωγμένα απ’ το όνειρο και το κυνήγι του, αντάμωσαν στο δασάκι με τα πεύκα ελπίζοντας να είναι δυνατοί να νιώσουν, ν’ αξίζουν να σώσουν και να τιμήσουν τις βερβερίτσες, να διαλέξουν

και να σώσουν καθώς και να τιμήσουν την πρώτη και κυρίως την τελευταία δικιά τους ανάσα, το δικό τους ξεχωριστό πολύτιμο διάβα,

το δασάκι σαν φακή έμοιαζε από πάνω, μια οβάλ τρισδιάστατη φακή στο τέρμα του χωριού, στο ψηλότερο κομμάτι του, γύρω απ’ το νεκροταφείο.

Αλήθεια, γιατί άραγε οι ζωντανοί ανεβάζουν τους νεκρούς τους στην πλάτη στα πιο ψηλά σημεία των χωριών τους;

Του τελευταίου άχθους να ’ναι η οφειλή τιμής ή μην άραγε ο ιδρώτας στο μέτωπο κι ο πόνος στους ώμους και τα χέρια που κουβαλάνε το βάρος του νεκρού τούς θυμίζει πως είναι ζωντανοί οι ίδιοι, έστω κι οδυνηρά,

μη και γίνεται έτσι το κουρασμένο κορμί όπλο για να παλέψουν στα ίσα, κάποιοι τον πόνο της ψυχής για την απώλεια κι άλλοι την αντανάκλασή του μέσα τους, τη φοβία πως έρχεται η σειρά τους; 

Τι να ’ναι τάχα; Όχι το ίδιο για όλους, ευτυχώς.

Στη ράχη του λόφου ήταν το δασάκι,

στο μέσο του μια λωρίδα χωμάτινο πλάτωμα που έφτανε μέχρι τα δυο πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην είσοδο του νεκροταφείου, λες και δεν ήταν ήδη αυτό αρκετά ψηλά,

και δεξιά κι αριστερά απ’ το πλάτωμα κατέβαιναν τα πυκνά ψηλά πεύκα, από την μια μέχρι τη δημοσιά κι απ’ την άλλη μέχρι το κόψιμο που άφησε ο σεισμός.

Βερβερίτσες πήδαγαν από κλαρί σε κλαρί, γούνινα μαύρα ζωντανά, μέχρι τη στιγμή που η σφεντόνα του Γρηγόρη τους έπαιρνε την ανάσα,

οι δικές του ανάσες,

κρατημένες μέσα του - προτού αφήσει το τεντωμένο φονικό λάστιχο- για όσα λίγα δευτερόλεπτα χρειάζονταν το χέρι του να μην κουνηθεί κι αστοχήσει,

παίρναν την εκδίκησή τους και ξεχύνονταν απ’ το στόμα του θριαμβευτικές  ιαχές με τον γδούπο του νεκρού κορμιού.

Παράξενο, τώρα που το θυμάμαι, οι βερβερίτσες δεν έβγαζαν καθόλου ήχο, σα να ’ξεραν πως ο Γρηγόρης θα κραυγάσει για τη νίκη του και κρατούσαν κι αυτές για το τέλος την δική τους εκδίκηση,

την αξιοπρέπεια της ησυχίας που αρμόζει στο τραγικό,

απαντούσαν στις κραυγές του με το περήφανα άηχο τέλος τους.

Δε νομίζω πως το καταλάβαινε, άλλο φίλτρο ζωής είχε, δεν το ‘βλέπε ο ίδιος έτσι. Και την επόμενη χρονιά που τον είδα στο πευκοδάσος, πάλι σφεντόνα είχε φτιάξει, από κρανιά, και κυνήγαγε.

Τώρα τελευταία, που, ξαναπήγα μόνος για μια αταίριαστη, σκληρή, επώδυνη ταφή είδα πως στο δασάκι περιδιάβαιναν καραδοκώντας με τις σφεντόνες τους κι άλλοι πολλοί, πολύ περισσότεροι ήταν απ’ τους νεκρούς. Μ’ αυτή την Ασχήμια γέμιζαν αυτοί.

Τις βερβερίτσες δεν τις έτρωγε κανείς εκείνα τα χρόνια, ούτε και τώρα. Τους παίρναν την ανάσα για να δυναμώνουν, να γεμίζουν και να ανασαίνουν οι ίδιοι.  

Δεν τις έθαβε και κανείς, εκεί που έπεφταν τελείωναν,

δίπλα στο ανθρώπινο νεκροταφείο, που περισσότερο μου ’μοιαζε να ‘ναι η καυχησιάρικη δυνατή φωνή του Γρηγόρη

Με είδες, έτσι δεν είναι; Την πέτυχα στο δόξα πατρί, πάει κι αυτή, πάω για άλλη…

Τελείωναν εκεί που μια στιγμή πριν ήταν ο αγαπημένος δικός τους τόπος, σε ξένες -μια στιγμή πριν- στάσεις, χωμένες μες στα σπασμένα κλαριά που τα ‘παιρναν μαζί τους πέφτοντας και μες στα ρυτιδιασμένα κομμάτια των κορμών των πεύκων που ‘χαναν τους χυμούς τους και τέλειωναν κι αυτά και ξεκόλλαγαν κι έφτιαχναν μαζί με το καστανόχωμα και τις πευκοβελόνες παχιά μαλακά μικρά λοφάκια κάτω απ’ τον ίσκιο των δένδρων,

σαν για να τους μαλακώσουν το τέλος τους, για να τις κρατήσουν όσο πιο πολύ γίνεται ζεστές.

Από μακριά δεν έβλεπες τον Γρηγόρη, έπρεπε να πας κοντά του, ευτυχώς –τότε- δεν το άντεχες να πας κοντά,

ούτε τα απλωμένα παντού, όπου αυτός έφτανε, πεσμένα διάσπαρτα ζωάκια έβλεπες, έπρεπε να πας κοντά τους για να τις τιμήσεις και να τις κλάψεις, τότε ευτυχώς άντεχες το να ζυγώσεις.

Ήταν άλλες οι χρονιές. Δεν ήταν σαν σήμερα.