Μαύρος καθρέφτης από οψιδιανό
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 24.11.22 ]Να ξυπνάς και να είναι νύχτα ακόμα. Και το πρώτο πράγμα που διαβάζεις να είναι ένα σπαρακτικό του Σταμάτη Κραουνάκη, που ακόμα αχνίζει δάκρυ, από το έγκαυμα της διπλανής μας κόλασης. Και τότε η νύχτα γίνεται ένας πελώριος καθρέφτης από μαύρο οψιδιανό που φτιάχνανε τους καθρέφτες οι αρχαίοι. Μαύρος καθρέφτης από όλα τα ηφαίστεια. Θέλει κουράγιο και καημό για να δεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη της πετρωμένης λάβας. Από την αρχαιότητα μέχρι τώρα, ξανά και ξανά το ίδιο μότο. Το μότο από τα « Ποιήματα του Σβέντμποργκ», που λέει ο Μπρέχτ:
«- Τον καιρό της φρίκης, θα τραγουδάμε ακόμα;
- Ναι, θα τραγουδάμε: το τραγούδι της φρίκης».
Γράφει, στον λήρο του (ανάμεσα σε άλλα) ο Σταμάτης Κραουνάκης:
«(…) Όλη η άνοδος προς τα πάνω, πίσω από το Εθνικό, Βερανζέρου και Σατωβριάνδου, οικογένειες στα πεζοδρόμια, να η Αθήνα που δεν βλέπει το δημαρχόπουλο... Η αγορά της βαριάς καταβύθισης! Μέσα στην πόλη, μέσα στα μάτια μας! Ερημιά. Πήρε ώρα να σηκώσω την ψυχή. Σαν αφόρητη καταδίκη. Πως ξημερώνονται οι άνθρωποι αυτοί; Κυνηγημένοι από όλα τα μήκη και τα πλάτη! Τι αγοράζουν τα σαστισμένα βλέμματα; (…) Στη Σατωβριάνδου Τρίτη βράδυ. Ουδείς! Ξέφραγες δομές, ορφανά κακοποιημένα, πρόσφυγες, μωρά στις κούτες, ποδοπατημένες πατρίδες. Έρωτες χωρίς ανταπόδοση! Χάλια. Κουρνιαχτός! Μόνοι άνθρωποι! (…) Κι αυτή η εικόνα των ξεσπιτωμένων στα χαρτόνια στα πεζοδρόμια στη Σατωβριάνδου! Έρημη Σταδίου, έρημο Σύνταγμα, έρημη Συγγρού. (…) Να, αυτό που δεν έχεις να αντλήσεις από κανένα πηγάδι. Αυτή η απελπισμένη στιγμή. (…) Και ξημερώνει. Κι ορθώνεις πάλι την ψυχή! Κι αντέχεις και λες: Είμαι εδώ για σένα! Είμαι εδώ για σένα! (...)»
Νύχτα κάποιας Τρίτης, νύχτα μιας ακόμα Μεγάλης Πέμπτης των αθώων και κόσμος πάντοτε και πάντοτε πάνω στο ξύλο και στη άκανθο. Και ο κόσμος πάντοτε και πάντοτε να κρέμεται από τα δάκρυά του.
Κι από το βάθος του μαύρου καθρέφτη να αναβλύζει το διεσταλμένο από την απορία ιδιόμελο πένθος του Ιωάννη Πλανήτερου από τον μακρινό 17ο αιώνα μέσα στον ίδιο πελώριο καθρέφτη του μαύρου οψιδιανού μιας κάποιας Τρίτης στο Κέντρο της Αθήνας:
«Ίνα τι εφρύαξαν έθνη/ και λαοί εμελέτησαν κενά;».
Θα έρθει η ώρα που το ερώτημα θα απαντηθεί. Και θα το απαντήσουν μας λέει ο μεγάλος Πιερ Πάολο Παζολίνι,
«(...)Αυτοί που έζησαν σα ληστές/ στο βάθος της θάλασσας, αυτοί που έζησαν σαν τρελοί/ στη μέση τ’ ουρανού,/ αυτοί που φτιάξανε/ νόμους έξω από το νόμο,/ αυτοί που προσαρμόστηκαν/ σ’ έναν κόσμο κάτω από τον κόσμο (...)».