Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ υπήρξε ο πιο γνωστός συγγραφέας της αραβικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Μέσα από τις ιστορίες του παρουσίασε την τοιχογραφία της αιγυπτιακής κοινωνίας, ρίχνοντας φως σε καθημερινούς χαρακτήρες. Δικαίως χαρακτηρίστηκε «ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής» και «χαρτογράφος της αραβικής ιδιοσυγκρασίας». Έχει επίσης χαρακτηριστεί και «Μπαλζάκ της Αιγύπτου» καθώς και «Σαίξπηρ των Αράβων» αλλά αυτά μάλλον μαρτυρούν την αδυναμία της δυτικής κριτικής να κατανοήσει κάτι πέρα από τη Δύση χωρίς να το συγκρίνει με εκείνη.
Ο Μαχφούζ γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1911 και υπήρξε το έβδομο παιδί μιας οικογένειας που ζούσε στη φτωχή και πυκνοκατοικημένη συνοικία Ελ Γκαμαλίγια του Καΐρου. Ονειρευόταν να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου. Τελικά, λόγω έλλειψης πόρων που θα του επέτρεπαν να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα, έγινε δημόσιος υπάλληλος, όπως ο πατέρας του. Η φιλομάθειά του τον έτρωγε όμως και έτσι ξεκίνησε παράλληλα με τη δουλειά του να σπουδάζει φιλοσοφία και να αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Άρχισε να εργάζεται ως γραμματέας στο πανεπιστήμιο και συνταξιοδοτήθηκε ως σύμβουλος στο υπουργείο Πολιτισμού. Στα δεκαεπτά του, το 1939, έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα και ακολούθησαν άλλα 33 και περίπου 350 διηγήματα, κάποια από τα οποία έγιναν ταινίες.
Η κοινωνία, οι γειτονιές, η θρησκεία και οι σχέσεις των ανθρώπων της Αιγύπτου είναι ο άξονας του έργου του. Η Αίγυπτος του τότε και του τώρα, της παράδοσης και της νέας εποχής. Οι συγκρούσεις, η αγάπη, τα πάθη και τα λάθη. Ο Μαχφούζ αγαπάει βαθιά του ήρωές του. Με το ένα χέρι τούς γκρεμίζει και με το άλλο τους αγκαλιάζει, γιατί ξέρει καλά ότι μόνο μέσα από τη συντριβή έρχεται η συνειδητοποίηση και το ταξίδι προς την ελευθερία. Έγινε γνωστός με το μυθιστόρημά του Τα παιδιά του Γκεμπελάουι (1959), για το οποίο πολεμήθηκε έντονα από τους ακραίους ισλαμιστές, επειδή παρουσίαζε ένα αλληγορικό πορτρέτο του Θεού. Το βιβλίο απαγορεύτηκε σε όλες τις ισλαμικές χώρες, εκτός από τον Λίβανο. Αν και πολιτικοποιημένος, υποστήριζε τη μέση οδό. Πίστευε στη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, αλλά ήταν και υπέρμαχος της συμφωνίας ειρήνης της Αιγύπτου με το Ισραήλ το 1978.
Αν και δεν ταξίδεψε ποτέ στο εξωτερικό για να παρουσιάσει τα βιβλία του, ούτε καν επιδίωξε να μεταφραστούν, το 1988 κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του, το οποίο χαρακτήρισε πλούσιο σε αποχρώσεις, άλλοτε απόλυτα ρεαλιστικό και άλλοτε γεμάτο αμφιθυμικές αναμνήσεις. Ήταν το πρώτο Νόμπελ Λογοτεχνίας που δόθηκε σε Άραβα συγγραφέα. «Θα σας παρακαλούσα να ακούσετε με ανεκτικότητα την ομιλία μου, διότι γίνεται σε μια γλώσσα που είναι άγνωστη στους περισσότερους από εσάς. Αλλά αυτή είναι η αληθινή νικήτρια του βραβείου. Επιπλέον, είναι η πρώτη φορά που η μελωδία της θ’ ακουστεί στην όαση του ανθρωπιστικού πολιτισμού και της κουλτούρας σας». Μ’ αυτά τα λόγια ξεκινούσε στη Σουηδική Ακαδημία η γραπτή ομιλία του Μαχφούζ, που τη διάβασε (στα αραβικά και τα αγγλικά) εκπροσωπώντας τον ο συμπατριώτης του και ομότεχνός του Μοχάμεντ Σαλμάουι.
Το Νόμπελ του Μαχφούζ ήταν η αφορμή να γίνει γνωστός ο αραβικός κόσμος μέσα από τα μάτια των ανθρώπων του και όχι μόνο από των δυτικών, όπως του Πολ Μπόουλς, του Ε. Μ. Φόρστερ, του Λόρενς Ντάρελ και άλλων που είχαν μια μάλλον οριενταλιστική προσέγγιση. Παρά τη διεθνή πλέον αναγνώριση, οι θρησκόληπτοι συμπατριώτες του δεν του συγχώρησαν ποτέ το ότι έθετε ερωτήματα σε ζητήματα πίστης. Μετά τον «φετβά» κατά του Σαλμάν Ρούσντι για τους Σατανικούς Στίχους, ο εξτρεμιστής αιγύπτιος θεολόγος Ομάρ Αμπντούλ Ραχμάν δήλωσε στους δημοσιογράφους, το 1989, ότι εάν είχε τιμωρηθεί ο Μαχφούζ για Τα παιδιά του Γκεμπελάουι, ο Ρούσντι ούτε που θα είχε διανοηθεί να εκδώσει το δικό του βιβλίο.
Το 1994 δέχτηκε επίθεση με μαχαίρι από φανατικούς ισλαμιστές που είχαν στόχο να τον σκοτώσουν. Από την επίθεση υπέστη ανεπανόρθωτες βλάβες στα νεύρα του δεξιού του χεριού, με το οποίο έγραφε. Μέχρι το θάνατό του έγραφε με ημιπαράλυτο χέρι. Ωστόσο, ποτέ δεν σταμάτησε να πιστεύει στον άνθρωπο. «Πιστεύω στη ζωή και τον άνθρωπο. Αισθάνομαι υποχρεωμένος να υπερασπιστώ τα υψηλότερα ιδανικά του, εφόσον πιστεύω πως είναι αληθινά κι αφού είναι δειλία να αποφεύγει κανείς το ανθρώπινο καθήκον του. Επίσης θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο να επαναστατεί εναντίον ιδανικών που πιστεύω πως είναι ψευδή και δεν εξυπηρετούν το σύνολο της ανθρωπότητας, αλλά μονάχα μεμονωμένες ομάδες ανθρώπων» έλεγε μέσω του Αχμέντ, του βασικού ήρωα της Τριλογίας του Καΐρου.
Πέθανε στα 95 του, στις 30 Αυγούστου 2006, από ακατάσχετη αιμορραγία, η οποία προκλήθηκε από την πτώση του στον δρόμο και τον τραυματισμό του στο κεφάλι. Ο ίδιος έλεγε για τον θάνατο «Εύχομαι ένα αίσιο τέλος για τον εαυτό μου. Να φύγω ήσυχα απ’ αυτόν τον κόσμο. Ο ήσυχος θάνατος είναι δώρο Θεού. Είναι όμως κάτι για το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ο θάνατος έρχεται μοιραία, και το μόνο που μπορούμε να ευχόμαστε είναι να έρθει ήσυχα».