Μαντάγια: Αποκλεισμένοι μέσα στη μίζερη ανθρωπιά

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 13.01.16 ]

Δέκα νεκροί σε τέμενος στο Βόρειο Καμερούν μάλλον από τους καμικάζι Μπόκο Χαράμ. Δεν είδα πουθενά πικέτες με το μήνυμα της συμπαράστασης: Είμαστε όλοι Καμερούν. Δέκα νεκροί στο ιστορικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης από επίθεση αυτοκτονίας του Ισλαμικού Κράτους. Ζητώ συγγνώμη αν διέλαθε της προσοχής μου, αλλά δεν είδα πουθενά πικέτες με την επιγραφή συμπαράστασης: Είμαστε όλοι Ιστανμπούλ. Ούτε άκουσα να ξεσηκώνεται κύμα οργής εναντίον της νέας βαρβαρότητας. Ούτε διάβασα κύμα αναλύσεων για το πώς πρέπει να προστατευτεί η πολύτιμη Ευρώπη μας υψώνοντας τείχη, προωθώντας ανθρώπους στον πνιγμό, δέρνοντας ανελέητα δυστυχισμένους που προσπαθούν να ξεφύγουν πανικόβλητοι από τον απόλυτο τρόμο που έχει κατακυριεύσει τον τόπο τους.

Άρα, δεν είμαστε όλοι Ιστανμπούλ. Ούτε Καμερούν είμαστε. Ούτε είμαστε όλοι Μαντάγια. Άλλωστε πού να την ξέρεις τη Μαντάγια. Μια πόλη μόλις 40.000 κατοίκων, μόλις πενήντα χιλιόμετρα από τη Δαμασκό. Ελέγχεται από του Αντικαθεστωτικούς, πολιορκείται από τις δυνάμεις του Άσαντ. Από την 1η Δεκεμβρίου και μέχρι να φτάσει – με χίλια βάσανα – η ανθρωπιστική βοήθεια, εικοσιοκτώ άνθρωποι πέθαναν από πείνα. Οι φωτογραφίες σκελετωμένων παιδιών και βρεφών που το μόνο πράγμα που τους έχει απομείνει είναι τα τεράστια μάτια τους, σαν τα τεράστια μάτια της αβύσσου, θυμίζουν εικόνες από το λιμό της Αθήνας το χειμώνα του 41. Και υπενθυμίζουν τραγικά ότι ο ανελέητος πόλεμος εναντίον των ανυπεράσπιστων δεν σταμάτησε ποτέ. Και ότι ι νεκροί από πείνα, οι νεκροί από τις επιθέσεις αυτοκτονίας, οι νεκροί από τις λάθος μπόμπες, δεν είναι παράπλευρες απώλειες, αλλά ο αληθινός στόχος.

Πλην όμως δεν είμαστε όλοι μαζί τους. Αλλιώς δεν θα συνέβαιναν όσα συμβαίνουν. Βλέπεις ακόμα και στο θάνατο υπάρχουν νεκροί πολυτελείας και νεκροί ενός κατώτερου θεού. Πού να τρέχεις τώρα να μάθεις για τη Μαντάγια, πού να τρέχεις ν’ ανάβεις κεριά και ν’ αποθέτεις λουλούδια για τους νεκρούς στο Βόρειο Καμερούν, που να τρέχεις να βρεις τη σημαία του Καμερούν για να την αναρτήσεις στο προφίλ σου, που να τρέχεις για να βάψεις εικονικά διάφορα κτίρια με τα χρώματα της ίδιας σημαίας;  Άλλωστε, ποιος ενδιαφέρεται για την όπερα του Σύδνεϋ ή για τον Πύργο του Άιφελ βαμμένων με τα χρώματα της σημαίας του Καμερούν; Άσε που η Μαντάγια δεν έχει δική της σημαία. Εκτός κι αν βάφαμε μαύρο τον Παρθενώνα, το απόλυτο σύμβολο του Πολιτισμού και των περιλάλητων Δυτικών Αξιών. Αλλά πού!! Βλέπετε η εικονική πραγματικότητα σταματάει εκεί που αρχίζει η πραγματική πραγματικότητα. Πού να τρέχεις να σκεφτείς ότι είναι ακριβώς ο διαχωρισμός σε νεκρούς πολυτελείας και σε νεκρούς ενός κατώτερου θεού, η πηγή – ή τουλάχιστον μια από τις πηγές – του κακού;

Δεν είμαστε λοιπόν εκεί όπου πράγματι χρειάζεται να είμαστε. Γιατί οι νεκροί της Ιστανμπούλ και της κάθε Ιστανμπούλ (είτε από μπόμπα, είτε από πείνα, είτε από εκατομβιαία φτώχεια και αρρώστια), δεν είναι βολικοί νεκροί. Δεν γίνεται να τακτοποιηθούν μέσα στα κουτάκια της κατατρομαγμένης οργής και της εφησυχασμένης ανθρωπιάς που πνίγεται όχι στα κύματα του Αιγαίου, αλλά στα ρηχά λιμνάζοντα νερά ενός ατελέσφορου συναισθηματισμού. Οι νεκροί της Ιστανμπούλ και της κάθε Ιστανμπούλ μας ξεβολεύουν. Χρειάζεται να βγούμε έξω. Έξω από μύρια δεσμά και αγκυλώσεις και να πάμε να τους συναντήσουμε. Και να κουβεντιάσουμε μαζί τους. Είναι βέβαιο ότι έχουν πολλά, παρά πολλά, να μας πουν. Και είναι επίσης βέβαιο ότι τα περισσότερα από αυτά δεν θέλουμε να τα ακούσουμε. Γι’ αυτό  είμαστε αποκλεισμένοι στα άδυτα μιας μίζερης και αυτεπίστροφης ανθρωπιάς, ζωσμένης με τα εκρηκτικά της αδιαφορίας.