«Μαμά, ποιος κάνει τον πόλεμο;»
[ Αθηνά Παπαργύρη / Ελλάδα / 18.03.22 ]Η τηλεόραση, όπως κάθε απόγευμα, παίζει παιδικά προγράμματα. Εκείνη, έχοντας μετατρέψει την κουζίνα σε βομβαρδισμένο τοπίο, ανακατεύει μυρωδικά και διάφορα υλικά στην κατσαρόλα, την ίδια ώρα που σιγοτραγουδά ένα χαρούμενο σκοπό. Με την άκρη του ματιού της, συλλαμβάνει τον εφτά ετών γιό της να σέρνει στο διάδρομο την κόκκινη καρό κουβέρτα που έχει η ίδια για να χουχουλιάζει. «Πάλι το σαλόνι θα γίνει ινδιάνικο χωριό» σκέφτεται και χαμογελά, συνεχίζοντας ξέγνοιαστα το μαγείρεμα.
Ο μικρός εισβάλλει τρέχοντας στην κουζίνα και χωρίς να της μιλήσει κατευθύνεται προς το ψυγείο. «Πεινάει πάλι» σκέφτεται εκείνη και λιώνει από αγάπη και στοργή κοιτάζοντάς τον. Τον βλέπει να βγάζει έξω το μισό περιεχόμενο του ψυγείου και να το ποστιάζει με προσοχή, πάνω στο παχύ χαλί. «Τι θες να φας αγάπη μου; Γιατί τα βγάζεις όλα έξω;» ρωτά απορημένη και έτοιμη να τρέξει να τον βοηθήσει. «Δεν είναι για μένα μαμά. Τα ετοιμάζω για τα παιδάκια που θα έρθουν από την Ουκρανία. Οι μπαμπάδες τους έμειναν πίσω να πολεμήσουν. Έχω στρώσει τον καναπέ για να κοιμηθεί η μαμά τους. Το παιδάκι χωρά άνετα στο κρεβάτι μου.» απάντησε ο μικρός με στόμφο. Μέσα σε μια στιγμή πάγωσαν όλα γύρω της. Ήταν λες και ο μικρός με ένα χαστούκι, την έβγαλε από ύπνο βαθύ. «Περίμενε, θα φέρω μια σακούλα να σε βοηθήσω» αποκρίθηκε με σπασμένη τη φωνή της.
Γονατισμένοι και οι δυο στο πάτωμα της κουζίνας, φτιάχνουν το πολύτιμο πακέτο. Από τη μνήμη της ανασύρεται απότομα η δικής της εικόνα, όταν παιδί του Δημοτικού κι εκείνη, έφτιαχνε ένα αντίστοιχο πακέτο για τα παιδιά της Γιουγκοσλαβίας. Θυμήθηκε τα λόγια κάποιου δασκάλου της. « Η ιστορία επαναλαμβάνεται». «Επαναλαμβάνεται δάσκαλε, πριν ακόμα προλάβει να γίνει ιστορία» σκέφτεται.
«Μαμά, ποιος κάνει τον πόλεμο;» ρωτά ο μικρός φανερά προβληματισμένος με τα πανέξυπνα ματάκια του καρφωμένα στα δικά της. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ακούει τον εαυτό της να απαντά «Όποιος φτιάχνει τα όπλα, αγόρι μου. Αυτός κάνει τον πόλεμο». Φαίνεται πως τον μπέρδεψε ακόμα περισσότερο. Αλλά ούτως ή άλλως τίποτε από όλα αυτά δεν βγάζουν νόημα στο μυαλουδάκι του. «Γιατί γίνεται ο πόλεμος;» ξαναρωτά. Εκείνη δεν απαντά. Κάνει να την ρωτήσει πάλι, αλλά διστάζει. Είναι φανερό πως και η μαμά του είναι μπερδεμένη. «Να δεις που είχε δίκιο ο Παύλος στο σχολείο, που έλεγε πως οι μεγάλοι δεν τα ξέρουν όλα» σκέφτεται ο πιτσιρικάς και συνεχίζει την σημαντική δουλειά του.
Εκείνη τον αρπάζει και τον κλείνει σφιχτά στην αγκαλιά της. Το μυαλό της έχει χαθεί μέσα σε ένα λαβύρινθο σκέψεων. «Γιατί γίνονται οι πόλεμοι;» Από παιδί αναρωτιέται και απάντηση δεν έχει. Πότε μεγάλωσε το παιδάκι της; Πώς της πέρασε από το μυαλό πως μπορούσε να τον κρατήσει μακριά από ότι συμβαίνει γύρω τους; Πόσα μαθήματα ακόμα είχε να διδαχθεί από τα παιδιά; Γυρνά το κεφάλι προς το παράθυρο, χωρίς να τολμά να τον αφήσει από την αγκαλιά της. «Ατέλειωτος φαντάζει ετούτος ο χειμώνας. Αλλά δεν μπορεί, θα έρθει η άνοιξη. Το χρωστά σε τούτα τα παιδιά».