«...μέλι ατρύγητο...»

[ Ζήσης Ναούμ / Ελλάδα / 10.10.19 ]

"Να φύγω... να φύγω δεν πάει άλλο ρε "προφεσόρε", έχω χτικιάσει πάνω στο τιμόνι"
Τα τσίπουρα φύγανε και ξαναγύρισαν μια γύρα ακόμη. "Δεν μιλάς ρε; Τίποτα δεν λες;"
Και τι να πει ο "προφεσόρος"; Που άργησε να παντρευτεί, που πήρε μικρή γυναίκα, που την "έκοψε" απ' τις σπουδές κι' αντί τα ταξίδια με το "θηρίο" που της έταξε, την στρίμωξε σ' ένα διαμέρισμα να γεννοβολάει; Αλλά σάμπως κι' αυτός, αυτά τα ταξίδια ονειρεύονταν για τον εαυτό του; Να παλεύει στο καθεμέρα με τον χρόνο, τα χιλιόμετρα, τους καιρούς και τους ανθρώπους;
"Ό,τι σε φωτίσει ο Θεός ρε Μίλτο" είπε καθώς παράγγελναν την τελευταία γύρα.
Χωρίς να περιμένει την επιφοίτηση ο Μίλτος έβαλε μπρος και πούλησε το "θηρίο". Κράτησε ένα μικρό ποσό και τα υπόλοιπα τα έδωσε στην γυναίκα του.
"Αννούλα, κάνε τα κουμάντα σου, εγώ φεύγω στο χωριό μου να βάλω μελίσσια. Αυτά τα λεφτά είναι μέχρι να στρώσει η δουλειά" είπε, ετοίμασε τα μπογαλάκια του και την έκανε. Η Αννούλα, έμεινε να λογαριάζει μιας κι' αυτό σπούδαζε πριν τα παρατήσει για το "θηρίο" του Μίλτου.
Πέρασε καμπόσος καιρός και λίγο πριν στερέψει το ταμείο, πήγε και τον βρήκε.
"Μίλτο το και το" του είπε.
"Αννούλα έχω αρκετό μέλι. Τι λες, θα μπορέσεις να το σμπρώξουμε στην πόλη; Εδώ έχω κεσάτια."
"Θα μπορέσω Μίλτο. Εσύ να έχεις τον νου σου εδώ, στην ερημιά μην πας..." μισόσωσε την κουβέντα της εκείνη.
"Να βάψεις τα μαλλιά σου ξανθά να σου πηγαίνουν τα μαύρα" έκλεισε την κουβέντα ο Μίλτος.
Τα έβαψε τα μαλλιά η Αννούλα, αλλά όχι ξανθά. Ένα τόνο κάτω απ' το μελί να ταιριάζουν με τα μάτια της που ήταν ένα τόνο κάτω απ' το μέλι της καστανιάς. Έβαψε και τα χείλη της το κόκκινο της παπαρούνας, στεφανωμένα απ' την πάλευκη επιδερμίδα του προσώπου.
Α, ρε Μίλτο που είχες κατά νου την μάνα σου. Που δεν ήξερε πέρα απ' το πράσινο σαπούνι και τον "Παπουτσάνη" στην ζελατίνα για τις σχόλες. Άντε και λίγο "νιβέα" να μαλακώνουν τα χέρια. Ίσα να της καταμαρτυρά ο πατέρας: Που τα 'μαθες εσύ αυτά μω γυναίκα.*
Τώρα οι πενηντάρες, με κρέμες νυκτός, κρέμες ημέρας, κρέμες από δω, κρέμες από κει, πίλινγκ και τα συναφή ζορίζουν πολύ τα αντρικά μυαλά.
Έτσι η Αννούλα, ανέβαινε στο χωριό κάθε σαββατοκύριακο, φόρτωνε το τζιπάκι της μέλι και κατέβαινε στην πόλη. Ξεκίναγε απ' τα στέκια των νταλικέρηδων και μέχρι να τελειώσουν ξεπούλαγε. Όλοι θέλανε να βάλουν το δάκτυλο τους στο μέλι της Αννούλας. Αρκούνταν στο υποκατάστατο, μιας και έτσι όπως μύριζαν πετρέλαιο, βαλβολίνες, ιδρώτα και καυσαέριο, δεν ήταν οι σωστές μέλισσες γι' αυτό το λουλούδι. Μέχρι κι' ο "Μπαλαρίνος", που τους μάθαινε τα πίσω βήματα στο ζεϊμπέκικο και πάνω στην Φούρλα, κόλλησε το αριστερό πόδι και πήρε το σώμα παραμάζωμα τους χιαστούς, αγόραζε μέλι. Κι' ανάθεμα κι' αν το ξεχώριζε απ' το γράσο. Ακόμα και ο "βλάμης" που σκαρφάλωνε στην μάντρα να τους δει να κατουράνε, αγόραζε μέλι που αλλά λουλούδια ονειρεύονταν. Και ο "τσίπης" που δεν έδινε στον άγγελό του νερό, σ' αυτόν τον άγγελο ήταν ο πρώτος που έκανε σεφτέ. Ο "προφεσόρος" αγόραζε κι' αυτός κι' ας ήξερε πως δεν "έβγαινε" η παραγωγή του Μίλτου και έπεφτε νοθεία. "Της γυναίκας άμα της "πάρεις" το μυαλό ότι κι' αν κάνεις στο κορμί της κέρδος της είναι" του είχε πει ένας παλιός. Μα αυτός πέρα από πιστόνια, τσιμούχες και ακρόμπαρα δεν σκάμπαζε. Χώρια εκείνος ο προστάτης... Δεν είχε τίποτα να δώσει και ότι έπαιρνε ήταν εν γνώση του νοθευμένο μέλι.
Όλα λοιπόν πήγαιναν πρίμα, μέχρι που ήρθε το μαντάτο. Ο Μίλτος κλάταρε. Κάτι τα ποτά, κάτι οι προβατίνες και τα κοψίδια, κάτι η "Νατάσα" που είχε τις απαιτήσεις της, του ήρθε ο ντουβρουτζάς.
Άπαντες στην κηδεία του Μίλτου. Στον καφέ έφτιαξαν ομόκεντρους κύκλους γύρω απ' την χήρα, μα εκείνη με το βλέμμα της έψαχνε παρηγοριά πίσω απ' τους κύκλους σ' ένα τραπέζι που κάθονταν ένας κομψευάμενος ξενομερίτης.
Κάποια στιγμή έμεινε το βλέμμα της λίγο παραπάνω στον ξένο και τότε η χήρα ξέσπασε: «Αϊ μωρέ Μίλτο έφυγες κι' άφησες τόσο μέλι ατρύγητο...»*

*Στίχος από ποίημα του Μ. Γκανά