Μάτι λαίμαργο, ψυχή χαμένη...

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 06.10.17 ]

Η βάβω Αγγέλω από τον «Άι Πάντο» Θεσπρωτίας, ήταν από τους λίγους αυτάρκεις ανθρώπους του μάταιου αυτού κόσμου.

Την ανεπάρκεια την ένιωθε, μόνο όταν αναγκαζόταν ν’ απομακρυνθεί από τον τοπάκο της και να πάει -για λίγο- σε μέρος όπου η «επάρκεια», παραήτανε ανεπαρκής για τα δικά της γούστα. Στην Αθήνα επί παραδείγματι, σε κάποιο από τα παιδιά της, εκεί που για τον άλφα ή βήτα λόγο,  για λίγες μέρες το χρόνο, υπέμενε την αναγκαστική εξορία της, για να έχουν τα παιδιά την αίσθηση ότι η μάνα είναι για λίγο μαζί τους. Γιατί όλα κι όλα, μόνο στη μεριά της ζωντάνευε η Αγγέλω. Στο σπιτάκι, στα μποστάνια, στο βιός της! Όπως έλεγε με καμάρι.

Από κούραση δε λογάριαζε η Αγγέλω. Να σπέρνει, να βοτανίζει, να θερίζει, να τρυγάει, κάθε εποχή με τα δικά της. Ως και σταφύλια να πατάει μονάχη, ή με τον έγγονα, και να βγάζει το πρώτο τσίπουρο, για τα κρύα του χειμώνα. Και κει δίπλα στη στιά, να την βγάζει τα βράδια, με λίγες κάχτες, μια πατάτα βραστή, μισή ντομάτα… Θησαυρούς των κόπων της. Ανεκτίμητους!

Όταν έφυγε ήσυχα-ήσυχα … Τη θυμόταν συχνά και χαμογελούσε. Κάθε που έβλεπε τη λαιμαργία, να σιγοκαίει στα μάτια. Να παρασέρνει κινήσεις. Να ασχημίζει στόματα. Να ξεχειλώνει στομάχια. Να παραμορφώνει ανθρώπινες εκφράσεις. Να υπονομεύει σχέσεις. Να καταστρέφει άλλες… Και ήταν τόσο συνηθισμένο. Τόσο που οι φτωχικές κάχτες της Αγγέλως, δίπλα στην λιτή της ζαματόπιτα φάνταζαν η εξαίρεση της μικρής τελειότητας δίπλα σε μια λίμνη ατελών επιθυμιών!

……………………………………………………………………………………………………………….

Προσπαθούσε να μην χαλιέται σε συνάφειες ανθρώπων, και κοινωνικούς κύκλους -επωφελείς γνωριμίες δηλαδή-, όπου ο απώτερος στόχος ήταν η αποκόμιση μιας ακόμη χρήσιμης «επαφής». Α! Οι επαφές! «Πού πας χωρίς αυτές καημένη»; Της είχε σφυρίξει πολυπράγμων φίλη. Τη μέρα εκείνη όμως είχε βρεθεί ακριβώς σε μια τέτοια αγέλη. Όλα κι όλα. Θα τους πρόσφερε δείπνο ο «πατριάρχης».

Και πράγματι, σαν τον γνώρισε από κοντά, θυμήθηκε τον «πατριάρχη» που χρόνια πριν είχε διαβάσει στο «Άλικο Γράμμα» του Χώθορν. Στο μυαλό της τον είχε σαν το… «καλοζωισμένο Ένστικτο».  Άνθρωπος που η ζωή του λόγω μιας αόρατης βολικής μοίρας, ήταν πάντα ταχτοποιημένη, ασφαλής, ανώδυνη. Ανώδυνη βέβαια, γιατί κι ο ίδιος λόγω της φτιαξιάς του δεν της επέτρεπε να τον τρώσει. Ηθικά και σωματικά. Και αυτή την παχυδερμία, εκείνος αλλά και οι συν αυτώ παρασιτικοί γλείφτες την ονόμαζαν αυτοπεποίθηση.

Αυτή όμως, είχε χρόνια τώρα εξασκήσει το μυαλό της στο να αναγνωρίζει τον κατάλληλο συνδυασμό που απαρτίζει τον «άνθρωπο-ένστικτο». Συνήθως ήταν  μίξη μιας γεροδεμένης -εκ φύσεως!- ζωώδους κράσης,  με ένα μέτριο πνεύμα, συν ένα πολύ περιορισμένο μίγμα από αισθήματα και σκέψεις. Με άλλα λόγια, όπως πολύ σοφά και ο συγγραφέας του Γράμματος ανέφερε, οι ιδιότητες αυτές υπήρχαν σε τέτοια ποσότητα, ώστε να προφυλάσσουν τον πατριάρχη από οποιαδήποτε συναισθηματική εμπλοκή, με άνθρωπο, κατάσταση ή ακόμη και ιδέα. Η ίδια η ζωή του το αποδείκνυε. Γάμοι, γυναίκες, παιδιά, ερωμένες, δεξιά κι αριστερά, που η χρηματική του επάρκεια σαφώς και κάλυπτε, αλλά ως εκεί. Είχαν κάποτε θαυμάσει το κουράγιο της επιστροφής του στο πόστο της «δουλειάς», την αμέσως επόμενη μέρα του τραγικού ατυχήματος της δεύτερης γυναίκας του. Όμως και σ’ αυτό το γεγονός αναφερόταν με το σαρκασμό του ανθρώπου που τα στραβά δεν τον πτοούν. Έμοιαζε ένας σύντομος αναστεναγμός, να τον απήλλασσε από όλο το βάρος των θλιβερών αναμνήσεων.

Κύλησε λοιπόν εκείνη η βραδιά, με τον πατριάρχη να γεύεται τα πλούσια αριστοτεχνικά εδέσματα, το ένα μετά το άλλο, και τους συνδαιτυμόνες να τα επαινούν, εμμέσως απευθυνόμενοι στη δική του ευμένεια. Και κάθε πλατάγιασμα της γλώσσας, κάθε βορβορυγμός και γλουγλουκισμός από στόματα λαίμαργα, λαρύγγια ευφραινόμενα, χείλη ασχημονούντα, την έκαναν να ανατριχιάζει…  Όταν όμως, αστεϊζόμενος άρχισε με το στόμα ακόμη μπουκωμένο,  να αναφέρεται στην περιπέτεια με την ψητή χήνα που αργούσε να του προσφερθεί σε διάσημο χρυσοπληρωμένο εστιατόριο του Τόκυο, και πόσο αυτό του είχε στοιχίσει γενικότερα… ένιωσε το δικό της στομάχι να σφίγγεται από αηδία.

«Τι κάνεις καλέ; Φεύγεις! Τώρα που σου έριξε το μάτι!» ,την επέπληξε στα σιγανά η φίλη. «Δεν γίνεται να παραμείνω, το στομάχι μου….»

Απομακρυνόταν με βλέμματα επίπληξης, αλλά και τη χήνα του Τόκυο να την ακολουθούν, ώσπου έστριψε στη γωνία. Και τότε ήρθε η Αγγέλω στο νου της: «Μη στεναχωρεύεσαι μω’ παιδάκι! Μάτι λαίμαργο, ψυχή χαμένη!» Χαμογέλασε.

Λεξιλόγιο:

Κάχτες: καρύδια

Στια: (εστία) φωτιά στο τζάκι

Ζαματόπιτα: Πίτα απλή, γρήγορη φτιαγμένη μόνο με καλαμποκάλευρο

Μω’ παιδάκι!: Μωρέ παιδί μου! (τρυφερή ηπειρώτικη έκφραση)