Μάρτιος κόσμος
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 21.03.20 ]
Είναι κι αυτός ο ήλιος που παίζει μαζί σου «το ψάξε, ψάξε δεν θα με βρεις», είναι κι αυτός ο αέρας που σου «παίρνει τα μυαλά» όπως έλεγε η συγχωρεμένη η θεία μου η Μαριάνθη∙ «αγριολούλουδο» την έλεγε η μητέρα μου. Συννυφάδες που τις θυμάμαι με τα ανθισμένα φορέματα όπως ήταν της μόδας αρχές της δεκαετίας του ‘60 (ή μήπως τέλη της δεκαετίας του ‘50;). Ανθισμένες οι ίδιες μέσα στα νιάτα τους που τώρα καταλαβαίνω ότι ήταν νιάτα. Νιάτα Μαρτιάτικα, καμωμένα από ευωδιές κι από ένα μέλλον που ερχόταν με ευλογημένη βραδύτητα για να προλάβεις να γίνεις άλλος, για να ετοιμαστείς να πας παντού! Μάρτης ευλογημένος για το παιδί που ήσουν, Μάρτης φτιαγμένος από ολάνθιστες μανάδες κι «αγουροξυπνημένο παιδολόι», Μάρτης φτιαγμένος από θείους και πατεράδες βγαλμένους από το μεροκάματο με άσπρο πουκάμισο και αψεγάδιαστη τσάκιση στο παντελόνι. Μάρτης φτιαγμένος από κείνο το «δάκρυ» κάτω από τον κόμπο της γραβάτας τους. Το ίδιο δάκρυ που τους έφερε πίσω από τις εξορίες και τους έβγαλε από τις φυλακές, από τις άγριες κρυψώνες κι από τα μπουντρούμια της Ασφάλειας. Ήρεμοι άνθρωποι και ειλικρινείς. Σοβαροί στη χαρά και στο πένθος. Α, ναι και στον χορό.
Ο πατέρας και η μητέρα χορεύουν ένα ενάλιο βαλσάκι κι ένα αργό ταγκό στο «εξοχικό» κέντρο «Μιχάλης», δίπλα στη θάλασσα. Μάρτης καμωμένος από εκείνο τα κύμα.
Η δικιά μου κλωστή για να «μην με κάψει ο Μάρτης» δεν ήταν ποτέ κόκκινη και άσπρη, πάντοτε ήταν από αφρό. Φουρφούριζε η δική μου κλωστή κι εξαφανιζόταν όπως φουρφούριζαν τα φουστάνια των κοριτσιών καθώς μεγάλωνα και μαζί μου μεγάλωνε κι ο Μάρτης και γέμιζε μεθυσμένες πασχαλιές και προσμονές για Πάσχα. Κι ο πατέρας με τη μητέρα πάντοτε να χορεύουν εκείνο το βαλς. «Και που ν’ ακούσεις το βαλς, οι θρύλοι των δασών της Βιέννης του Στράους», έλεγε η μητέρα κι εγώ φανταζόμουν το αριστούργημα των αριστουργημάτων. Το βαλς ενός Μαρτίου που μόνο σύννεφα και χελιδόνια θα μπορούσαν να το χορέψουν. Κι ακόμα και τώρα, αυτό το βαλς, δεν το ακούω. Το φαντάζομαι. Η μουσική από κάθε Μάρτιο που έζησα μέχρι σήμερα. Μια μουσική από ήττες που ήρθαν στην ώρα τους κι από ήττες που καθυστέρησαν και τις είπαμε νίκες.
Όμως όλα τούτα είναι ιστορίες παλιές που δεν ενδιαφέρουν κανένα. «Δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε» λέει ο Σεφέρης. Αλλά την δέσαμε με ιστορίες φτιαγμένες από τις άσπρες και κόκκινες κλωστίτσες του Μάρτη, που μόλις περάσει τις αφήνουν πάνω στα δέντρα για να τις πάρουν τα χελιδόνια και να χτίσουν τη φωλιά τους. Χιλιάδες χρόνια σου λέει γίνεται αυτό. Από τότε που δεν υπήρχε Μάρτης.
Μυστήριο πράγμα που είναι άνθρωπος… φαντάζεται το υπαρκτό πρώτα και ύστερα το φτιάχνει σαν θαύμα. Αυτός ο άνθρωπος που βγαίνει από την φυλακή και χορεύει ένα βαλσάκι του Μαρτίου δίπλα στη θάλασσα κι αφροκρατεί τα παιδιά του βαδίζοντας κι όλο βαδίζοντας από Μάρτη σε Μάρτη μέχρι εκεί που θα πάει ο κόσμος. Αυτός ο άνθρωπος που πρώτα κατοικεί στην ουτοπία και ύστερα κάνει την ουτοπία πραγματικότητα και τον κόσμο, έναν κόσμο εφικτής ουτοπίας. Αυτό ο άνθρωπος που πλάθει το ίδιο του το όνειρο και ύστερα βλέπει ότι είναι καλό. Και συνεχίζει…
Έτσι κι εγώ. Συνεχίζω. Και κάθε φορά που απελπίζομαι (γιατί το Αφρίν είναι εδώ και η Ηριάννα και ο Περικλής είναι στη φυλακή και το Αγαθονήσι πνίγει τους ικέτες και οι ναζί αποπατούν στο κοινοβούλιο και οι ολετήρες ονομάζουν σκευωρία την αλήθεια και οι άποροι της γης πεθαίνουν σαν τις μύγες), κάθε φορά λοιπόν που απελπίζομαι, φαντάζομαι έναν Μάρτιο κόσμο: Τα χελιδόνια να χτίζουν τις φωλιές τους με κλωστίτσες καμωμένες από αφρό και την μητέρα με τον πατέρα να χορεύουν το θρυλικό βαλς των δασών της Βιέννης δίπλα στη θάλασσα της γενέτειρας.
«Εν το παν» δεν έλεγε ο Ηράκλειτος;