Μ’ ένα σιουρλίγκι
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 04.06.22 ]Συρρακιώτης ο γιατρός. Στην αίθουσα αναμονής οθόνη. Παίζει συνέχεια φωτογραφίες από το Συρράκο. Είναι μια ανακούφιση, όσο να πεις, ότι δεν παίζει πρωινάδικα (πόσα ν’ αντέξει ένας άνθρωπος και δίχως να μπορεί και να καπνίσει). Έτσι ξεχνάς (νομίζει ο γιατρός) ότι βρίσκεσαι σε ιατρείο, ότι έχεις αγωνία και περιμένεις τίποτα να μην δείξουν κι αυτές οι εξετάσεις του πατέρα.
Και βλέπεις τις φωτογραφίες στην οθόνη να εναλλάσσονται και θυμάσαι μια εκδρομή, χρόνια πίσω, Συρράκο, Καλαρρύτες, Μονή Κηπίνας. Με τον πατέρα και με φίλους από Σπάρτη(;) από αλλού(;) ούτε θυμάσαι, γιατί αυτό που δεν ξεχνάς από τις συνεχείς επαναλήψεις του πατέρα είναι το ουσιώδες: «με τον μουσαφίρη περνάει καλά ο νοικοκύρης» και «δεν χρειάζεται να έχεις λεφτά, αρκεί να έχεις πρόσωπο» και στην τελική «είμαστε Ναστασάτες και χορεύουμε μ’ ένα σιουρλίγκι». (Συνειρμοί ατέρμονοι). Στην οθόνη επιστρέφεις. Στο Συρράκο. Το σοκάκι της Γκούρας, η πηγή με τις βρύσες στη γραμμή, γέροντες με γκλίτσες και χοντρόκουκα κομπολόγια, σκαρφαλωμένα σπίτια στην πλαγιά, μαυρόπλακα, το σπίτι του Κρυστάλλη, του Κωλέττη η προτομή, το επιβλητικό Δημοτικό Σχολείο, η βρύση «Τσιρώκου», η εκκλησιά της Παναγιάς με το χαγιάτι, τα πλατάνια, βοσκοτόπια Πόλεμα, Ρέντα, Άγιοι Απόστολοι, Μπιλιάρος, Τσούγκας, στρούγκες κυκλικές, ξερολιθιά. Πόσο αλλιώτικα απ’ την οθόνη του μυαλού παρουσιάζονται. Πόσο αυτό (το όποιο μυαλό) άλλες φωτογραφίες έχει για το άλμπουμ του διαλέξει. Χτυπά το κινητό. Η θεία στο νοσοκομείο. Ανεβασμένη πίεση. «Δεν μπορώ τώρα». (Πάμε πάλι). Στο σαλονάκι του ιατρείου μπαίνει ασθενής. Τα αποτελέσματα των εξετάσεών σας είναι καλά, ακούς τη γραμματέα του γιατρού. Ανακουφίζεται η ασθενής. Μπορεί, λέει, τώρα να επιστρέψει στη δουλειά κι εσύ να επιστρέψεις στην οθόνη.
Αργεί ο γιατρός με τον πατέρα. Πετάξου πάλι στο Συρράκο. Βοσκοτόπια. Πράσινο χόρτο και στα ανήλιαγα ακόμα χιόνι. Δεν προχωρά η οθόνη. Κόλλησε εκεί, μαζί κι οι λεπτοδείκτες. Πράσινο χόρτο και στα ανήλιαγα ακόμα χιόνι. Πόση ώρα; Ξεκολλάει. Σκάει διαφήμιση ιατρική για την καταπολέμηση κάποιου καρκίνου. «φεύγα κακό απ’ τα μάτια μου». Καθόλου δεν τους πας αυτούς τους τύπους, ποτέ σου δεν τους έκανες παρέα.
Η γραμματέας τηλεφωνεί σε άλλο ασθενή. Τα αποτελέσματά του είναι έτοιμα, του λέει. Δεν έχει πρόσβαση, εξηγεί. Πήρε απλά να ενημερώσει ότι βγήκαν. Να κανονίσουνε πότε μπορεί ο ασθενής από το ιατρείο να περάσει. Γι’ αυτό πήρε. Όχι, όχι για να προκαλέσει ανησυχία. «Θα σας ενημερώσει ο γιατρός για όλα». Τι να σημαίνει αυτό; Γιατί δεν είπε τίποτα για τα αποτελέσματα στον άνθρωπο που είχε αγωνία στη γραμμή; Τόση που ένιωθες πως έβγαινε από το σύρμα και μπούκωνε το σαλονάκι χωρίς να ακούσεις ούτε τη φωνή του καν.
Αργεί ο γιατρός με τον πατέρα. Και η οθόνη δεν δείχνει πια Συρράκο. Μόνο ιατρικές εικόνες που περνούν μπροστά απ’ τα μάτια κι όμως δεν τις βλέπεις (έτσι για να μην ξεχνάς πού βρίσκεσαι). Πάλι μιλάει η γραμματέας στο τηλέφωνο. Δεν μπορεί να δώσει, λέει τον γιατρό, είναι σε εξέταση τώρα. Εσύ το ξέρεις ότι είναι σε εξέταση. Τον πατέρα εξετάζει. Ο άνθρωπος στη γραμμή που θέλει να του μιλήσει το αγνοεί, όπως αγνοεί και τον πατέρα και τις ουσιώδεις συνεχείς επαναλήψεις του, το γέλιο του, το χάδι του, ξέρει μόνο ότι θέλει να μιλήσει με τον γιατρό. Ο πατέρας είναι το εμπόδιο σ’ αυτήν την επικοινωνία. Θα ’θελες να μπορούσες να τον διευκολύνεις αυτόν τον άγνωστο τον άνθρωπο. Να πάρεις τον πατέρα και να φύγετε για το Συρράκο. Να οδηγείς εσύ ετούτη τη φορά. Να του πεις «Μη φοβάσαι. Θα προσπαθήσω να μην τρέχω και θα προσέχω στις στροφές. Κι αν πλακωθούμε στα τσίπουρα θα την ξαπλάρουμε κάτω από τα πλατάνια και θα γυρίσουμε όποτε γουστάρουμε». «Φύγαμε!» να σου πει εκείνος.
Έχει αέρα καθαρό, ατόφιο οξυγόνο στο Συρράκο. Όχι όπως σ’ αυτή την αίθουσα αναμονής με τη μάσκα στη μούρη και με την αφόρητη αίσθηση πως σ’ έχουν δέσει σε εξάτμιση και τους λεπτοδείκτες στο ρολόι καρφωμένους.
Μην ανησυχείτε σε λίγο τελειώνει, ενημερώνει η γραμματέας. Και στο καπάκι μήνυμα απ’ το βιβλιοπωλείο. Ήρθε, λέει, το βιβλίο του Λυκιαρδόπουλου που παρήγγειλες «Άνθρωπος στη θάλασσα».