Λούντβιχ Βιτγκενστάιν: Το χρέος της μεγαλοφυΐας

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 26.04.20 ]

Γράφτηκαν πολλά βιβλία για τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, από το πως έπλενε τα πιάτα έως πως έβλεπε τις αγαπημένες του ταινίες γουέστερν· γράφτηκαν «μυθιστορίες», όπως το The Tar Baby, με την κωμικοτραγική εικόνα του δάσκαλου σε σχολείο αφασικών παιδιών που πηδάει πάνω στο γραφείο του γαβγίζοντας για να τους μάθει τη λέξη σκύλος (σύμφωνα με τη διάκριση: Λέγειν-Δεικνύναι, του Tractatus)· ως το πρόσφατο κατασκοπικό «πόνημα» του K. Cornish: «Βιτγκενστάιν εναντίον Χίτλερ», σύμφωνα με το οποίο ο αντισημιτισμός του Χίτλερ αναπτύχθηκε επειδή είχε έναν πάμπλουτο εβραίο συμμαθητή, τον Λ. Βιτγκενστάιν, ο οποίος, με τη σειρά του, αφού έγινε ο διάσημος φιλόσοφος, θα συνδεθεί με την κομιντέρν και θα στρατολογήσει κατασκόπους από το Κέιμπριτζ εναντίον του φύρερ! Ακόμα και οι βιογραφίες κινούνται μεταξύ της αγιογραφίας, του φιλόσοφου-αγίου και του λίβελου, για τον λιμασμένο ομοφυλόφιλο του Πράτερ. 

Είναι δύσκολο να κατανοήσεις κάποιον που αποποιήθηκε το μερτικό του από μία κολοσσιαία περιουσία και ζούσε με υποτροφίες και επιδόματα για να είναι ανεξάρτητος από την προνομιακή καταγωγή του, που πήγε εθελοντής στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και μάλιστα στην πρώτη γραμμή για να ρίξει φως στη ζωή του «μέσω της εμπειρίας του θανάτου», που εγκατέλειψε την ακαδημαϊκή του καριέρα κι έγινε δάσκαλος σε δημοτικό σχολείο ενός μικρού αυστριακού χωριού, που πήγε σε μοναστήρι για να γίνει καλόγερος και το 1935 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση για να δουλέψει σε κολχόζ, χωρίς να είναι όχι μόνο κομμουνιστής(!) αλλά και πιστεύοντας ότι ο φιλόσοφος «δεν είναι πολίτης καμίας κοινότητας ιδεών».   

Γι’ αυτό, δικαιώνεται απολύτως η προσέγγιση, ταυτοχρόνως και εν όλω, της ζωής και του έργου του Βιτγκενστάιν, από τον Ray Monk, ο οποίος επιχειρεί να αποκαταστήσει «την ενότητα των φιλοσοφικών του ενασχολήσεων και της συναισθηματικής και πνευματικής του ζωής»· τηρώντας την αντίληψη του Βιτγκενστάιν για τη βιωματική μέθοδο του φιλοσοφείν και ότι τη φιλοσοφία «θα ’πρεπε κανείς να την εξασκεί μονάχα ποιητικά».

«Σε μένα, γράφει ο P. Engelmann, ο Βιτγκενστάιν συνάντησε απρόσμενα έναν άνθρωπο που, όπως πολλά μέλη της νεότερης γενιάς, υπέφερε τρομερά από την ασυμφωνία του κόσμου όπως είναι και του κόσμου όπως θα έπρεπε να είναι, σύμφωνα με τις δικές του αρχές, αλλά που είχε την τάση ν’ αναζητά την πηγή της ασυμφωνίας αυτής μέσα στον εαυτό του και όχι έξω απ’ αυτόν. Ήταν μια στάση... που ήταν ζωτικής σημασίας για κάθε κατανόηση ή νοηματική συζήτηση...». Είναι «η εποχή μεταξύ των εποχών» και οι διανοούμενοι της  Jung Wien αρνούνται την «κενή πόζα» τόσο της παρηκμασμένης κουλτούρας της αυλής των Αψβούργων όσο και το νεοπλουτίστικο κιτς της ανερχόμενης αστικής τάξης. Στη διαπίστωση «της ήττας της μεγαλοφυίας από τη μετριότητα» θα αντιπαρατεθεί το αυτοχειριαστικό δίλημμα: «Μεγαλοσύνη ή ανυπαρξία». Πνεύμα, σώμα, επιθυμίες γίνονται παρανάλωμα. Είναι ο καιρός της δοκιμής των νέων συναρθρώσεων και των προκριματικών συμπιλημάτων. Και όλα θα «ξεσπάσουν» το καλοκαίρι του 1914. Ο Βιτγκενστάιν θα καταταγεί εθελοντής και η θεωρία της Λογικής που πήρε μορφή στη Νορβηγία πριν από τον πόλεμο θα συνδυαστεί με τη θεωρία της Απεικονιστικότητας των προτάσεων που αναπτύχθηκαν στους πρώτους μήνες του πολέμου και τον «σοπεναουερίζοντα μυστικισμό» περί το τέλος του· όλα μαζί θα βρουν τη θέση τους στο Tractatus. Το Tractatus logico-philosophicus, το μόνο έργο του Βιτγκενστάιν που δημοσιεύθηκε ενόσω ζούσε, έγινε άμεσα αποδεκτό· χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό  και κατέστη η βίβλος των νέο-θετικιστών του «κύκλου της Βιέννης». Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τη λεγόμενη «δεύτερη φιλοσοφία» -σε αντιδιαστολή με το Tractatus- όπως αυτή εμπεριέχεται στη διδασκαλία και τις σημειώσεις του, από το 1929 έως το 1945, που δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατό του στις «φιλοσοφικές έρευνες».

Η φράση του Γκαίτε στον Φάουστ «Εν αρχή ήν η πράξις» είναι το σύνθημα της λεγόμενης «ύστερης» φιλοσοφίας του Βιτγκενστάιν. Η πράξη, η δραστηριότητα, είναι πρωταρχική και δεν στηρίζεται ούτε δικαιολογείται από κάποια θεωρία που ίσως έχουμε γι’ αυτήν. Αυτό ισχύει τόσο για τη γλώσσα και τα μαθηματικά, όσο και για την ηθική, την αισθητική και τη θρησκεία. Τώρα πλέον, υπάρχουν μόνο τα παιχνίδια και οι παίχτες τους, οι κανόνες και οι εφαρμογές τους. Η μαθηματική λογική δεν είναι παρά μια επινόηση. Όλα είναι επινοήσεις «γλωσσικών παιγνιδιών». Ο Φρόιντ δεν ανακάλυψε το ασυνείδητο, απλώς εισήγαγε όρους όπως «ασύνειδες σκέψεις» και «ασύνειδα κίνητρα» στη γραμματική των ψυχολογικών μας περιγραφών. Ούτε ο Τζώρτζ Καντόρ ανακάλυψε την ύπαρξη ενός απείρου πλήθους απειροσυνόλων, απλώς έδωσε νέο όνομα στη λέξη «άπειρο». Και το μόνο ερώτημα που τίθεται για τις εν λόγω «καινοτομίες» είναι αν είναι ή δεν είναι χρήσιμες· του Φρόιντ ήταν του Καντόρ όχι. Διαφορετικά έθη και πρακτικές θα προϋπέθεταν διαφορετικές έννοιες από αυτές που εμείς θεωρούμε χρήσιμες. Η φιλοσοφία, όπως και τα μαθηματικά δεν είναι κάποιες αληθείς ή ψευδείς προτάσεις αλλά μια σειρά τεχνικές-επινοήσεις. Και σε κάθε περίπτωση, «η σοφία είναι ψυχρή, απαθής, κι απ’ αυτή την άποψη κάτι βλακώδες. Για να ανασάνουμε ξανά, δεν αρκεί να σκεφτόμαστε σωστά. Πρέπει να δράσουμε -να σκίσουμε το σελοφάν αποκαλύπτοντας τον ζωντανό κόσμο κάτω απ’ αυτό. Γι’ αυτό όμως χρειάζεται πάθος, δηλαδή πίστη. Ή αλλιώς η πίστη είναι αυτό που ο Kierkegaard αποκαλεί πάθος».

Ray Monk

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΪΝ

Το χρέος της μεγαλοφυΐας

Μετάφραση: Γρηγόρης Ν. Κονδύλης

Επιμέλεια: Κωστής Μ. Κωβαίος

Εκδόσεις SCRIPTA, 1998, σελίδες 681

*Δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ