Βλέποντας την αφθονία των βιβλίων που εκδίδονται, πιστεύουμε εύλογα ότι ο αναγνώστης έχει επιλογή. Όμως η επιλογή είναι πολύ περιορισμένη. Γιατί, αν και οι «μάρκες» (αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στη Γαλλία για τους εκδοτικούς οίκους) που τα εκδίδουν φαίνονται διαφορετικές, εντούτοις ανήκουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία σε ελάχιστες εταιρείες. Έτσι τα έργα που προτείνονται, τις περισσότερες φορές χωράνε σε κουτιά που μπορούν να αναγνωριστούν εύκολα από τον…καταναλωτή
Για περισσότερα από τριάντα χρόνια, στα κορεσμένα ράφια των βιβλιοπωλείων ξεχωρίζουν μόνο τα μυθιστορήματα που προορίζονται να κάνουν επιτυχία και τα οποία υπογράφουν γνωστά ονόματα. Αυτοί οι τίτλοι έχουν μια έντονη «οικογενειακή» ομοιότητα που αποκαλύπτει τη συνεχιζόμενη τυποποίηση. Οι πρακτικές γραφής κωδικοποιούνται ολοένα και περισσότερο, διατίθενται στο εμπόριο και εναλλάσσονται. Το λογοτεχνικό έργο έχει μετατραπεί σιγά σιγά σε ένα απαρχαιωμένο αντικείμενο, με αναμενόμενο περιεχόμενο και λειασμένη γλώσσα.
Από πού προέρχεται αυτή η τυποποίηση, αυτή η ομοιομορφία; Φταίει το κοινό ή μήπως ο υποτιθέμενος «εκδημοκρατισμός της λογοτεχνίας»;
Παρά τη συμβολική της θέση, η λογοτεχνία δεν έμεινε ποτέ μακριά από την οικονομική ιστορία. Με επικεφαλής βιομηχανικούς ομίλους και ομίλους επικοινωνιών, ο εκδοτικός κόσμος έχει περάσει από μια μακρά σειρά αναδιαρθρώσεων. Το διπλό φαινόμενο της υπερπαραγωγής και της συγκέντρωσης επηρέασε πλήρως τη Γαλλία από τη δεκαετία του 1990. Σήμερα, τέσσερις μεγάλοι όμιλοι (Hachette Livre, Editis, Médias-Participations και Madrigall) κυριαρχούν στα τρία τέταρτα της αγοράς, σε ένα παιχνίδι συγχωνεύσεων που παραμένει ασταθές.
Όταν, το 2022, η κριτική επιτροπή του βραβείου Goncourt έπρεπε να επιλέξει, προέκυψε ένα σκληρό δίλημμα για το αν έπρεπε να επιλεγεί το Living Fast, της Brigitte Giraud ή το The Mage of the Kremlin, του Giuliano da Empoli, καθώς οι δύο συγγραφείς ανήκουν στις εκδόσεις Flammarion (η πρώτη) και Gallimard (ο δεύτερος), που όμως και οι δύο εκδοτικοί ανήκουν στην ίδια μητρική εταιρεία, τη Madrigall.
Η συγκεντροποίηση αυτή καταλήγει στην τυποποίηση καθώς βασικό και σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο είναι η πώληση, για την ακρίβεια οι μεγάλες πωλήσεις… Κατ’ αυτόν τον τρόπο η λογοτεχνία γίνεται ένα αμιγώς τυποποιημένο εμπορικό προϊόν και γι’ αυτό γίνεται εύπεπτη, άνευρη, προκρίνοντας τις μικρές ψυχολογικές τρεμούλες αντί εκείνου που θα μπορούσε να συνταράξει συθέμελα τον αναγνώστη και να του αλλάξει ριζικά τη θέαση του κόσμου, την ίδια του τη ζωή…
*Πληροφορίες από Le Monde diplomatique