Λάμπρος Θ. Μάλλιος: κίχλη στην αμφιλύκη

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 12.02.23 ]

«Η ζωή εν τάφω δεν έχει γυρισμό./…Ίσως, λέω, μόνο οι ποιητές θα βγαίνουν/ Τα βράδια από τον τάφο τους./ … Πάνω στα νεκρομάρμαρα/ θα γράφουν στίχους με λέξεις καινούργιες./ Λέξεις που έμαθαν από τη ζωή εν τάφω./ Έτσι κι αλλιώς οι ποιητές ζουν/ ζωή εν τάφω από επιλογή./ Είναι η ζωή που ανασαίνει με λέξεις./ Ελεύθερη ζωή./ Ζουν σ’ εκείνο ο ξεχωριστό φως./ Ζυμάρι από λάμψη και έρεβος.»

Απόσπασμα από το ποίημα «Η Ζωή Εν Τάφω» της νέας ποιητικής συλλογής του Λάμπρου Θ. Μάλλιου που φέρει τον τίτλο «κίχλη στην Αμφιλύκη».

Η ζωή των ποιητών που «ανασαίνει με λέξεις». Η ζωή που θέλω να μου οφείλει λέξεις του καημού, που έλεγε και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Τελικά, «όλες οι αυτοκρατορίες γίνονται σκόνη» και «Οι λέξεις είναι οι μόνες που νικούν», γράφει ο Σαλμάν Ρούσντυ στο τελευταίο του μυθιστόρημα που μόλις κυκλοφόρησε. Οι λέξεις «εξαπατούν τον θάνατο και ζουν», γράφει ο Ρούσντυ. Το ίδιο και οι ποιητές, αυτοί που γράφουν τις λέξεις «πάνω στα νεκρομάρμαρα», λέξεις από λάμψη και έρεβος, θα πει ο Λάμπρος Μάλλιος.  

Γιατί «Υπάρχει στη χρονικότητα των λέξεων ένα σχεδόν ποιητικό παιχνίδι θανάτου και αναγέννησης…» (Ζαν Μπωντριγιάρ: «Συνθήματα»).

Η γητιά των λέξεων είναι μία πρόκληση, μία μορφή που πάντα τείνει να διαταράξει την ταυτότητα και το νόημα της ζωής κάποιου, να τον αλλάξει, να τον κενώσει από το προηγούμενο Εγώ του και να ανανεώσει τον καημό του. Γιατί αυτή η χρήση των λέξεων κάνει τον άνθρωπο ερωτικό υποκείμενο, δηλαδή ποιητικό...

Ο Λάμπρος Θ. Μάλλιος δεν μιλάει μόνο για την «αθανασία» του ποιητή μέσω των λέξεων, μιλάει για τη ζωή εν τάφω των ζωντανών, των απόκληρων, των παραρριγμένων:

«…Η ζωή εν τάφω είναι το λιγοστό ψωμί στο τραπέζι./ Η ζωή εν τάφω είναι το παιδί που δεν μπορεί να νιώσει παιδί./ Η ζωή εν τάφω είναι ο μετανάστης./ Η ζωή εν τάφω είναι η αδράνεια, η τύφλωση, η αδιαφορία./  Η ζωή εν τάφω είναι το ‘εγώ’ μας./ Η ζωή εν τάφω είναι η αγάπη και ο έρωτας που προσπερνά./ Η ζωή εν τάφω είναι ο χρόνος μας χωρίς αποτύπωμα…».

Και η χαρά της νιότης που δεν ήθελε πολλά, «Τότε που, χωρίς σχεδόν τίποτα,/ είχαμε τα πάντα…(Η μελαγχολία των γιορτών).

Οι λέξεις απαρτίζονται από μία ύλη, η οποία μπορεί να προκαλέσει σπινθήρες και να κινητοποιήσει τα αδρανή πνεύματα και τις απαθείς ψυχές, έγραφε νομίζω ο Ρόλαν Μπαρτ. Εκεί που ο Μπαρτ «βλέπει» φωτιά, ο Μάλλιος βρίσκει κρασί, που φτιάχνουν «Κορίτσια που υφαίνουν και τραγουδούν./ Και που ξυπόλυτα πατούν τις λέξεις./ Σαν να ’ναι σταφύλια./ Να γίνουν μούστος/ για το κρασί της μέθης,/ του ονείρου/ και της λευτεριά» (Μούστος οι λέξεις).

Και μέσα σ’ όλα το σούρουπο, «Η αμφιλύκη»: «…Ήμουν στο σούρουπο./ Τι φως  κι αυτό!/ Θαμπό, ματωμένο, ιδρωμένο,/ απολογιστικό, ανακουφιστικό./ Ένα φως σαν το πρόσωπο γέρου μπροστά στο κερί,/ που λύνει τα κορδόνια του,/ κάνει το σταυρό του/ για καλό ξημέρωμα και ξαπλώνει./.

Ο Λάμπρος Θ. Μάλλιος αφηγείται με ποιητικό ρυθμό. Διαβάζω την ιστορία του «Ρεσβάν Αχμέτ». Τις ιστορίες των άλλων και τις δικές του… Και η ποιητική γλώσσα του λειτουργεί ως αντιεντροπική δύναμη, που επαναφέρει την αρμονία, προσδοκώντας μια νέα κοινωνικότητα, μία νέα συλλογικότητα, όπως αυτές που θάλλουν στις οπωροφόρες λέξεις και στην ποιητικότητα των δρόμων, εκεί όπου κατοικούν οι εξόριστοι και ο νέος λόγος.

Διαβάζω την «ιδεολογία της αισθητικής»: Αυτή η «Αισθητική υπάρχει στην ειρήνη,/ την αλληλεγγύη, την ισότητα,/ τη δικαιοσύνη,/ στη δίκαιη κατανομή του πλούτου…», στα χρώματα.

Και συμπληρώνει ο Λάμπρος Μάλλιος: «Μελαγχολώ/ όχι για μένα,/ αλλά για κείνους που δε βλέπουν τα χρώματα/ και δεν μυρίζουν το χώμα» (Όχι για μένα).

Σκέφτομαι πως χρειάζεται εκπαίδευση για να δει κανείς τα χρώματα, να μάθει τις «λέξεις» και τη γλώσσα της ποίησης, να μάθει να μυρίζει το χώμα. Κι αυτό κάνει ο ποιητής και μ’ αυτή του τη συλλογή…

Λάμπρος Θ. Μάλλιος

κίχλη στην αμφιλύκη

Εκδόσεις Εντύπωση