Σαν σύνδεση δύο παραστάσεων, εφόσον η μεταφορά αρχικά δεν προϋπάρχει, δεν αναμένει τον ομιλητή έτοιμη σε κάποια παρακαταθήκη νοημάτων, αλλά γεννάται εν θερμώ κάθε φορά από μια ατομική συνείδηση. Το έργο της, αφορά κάποιες συνθήκες, κάποια δεδομένα ζωής και περιβάλλοντος. Θέλουμε να πούμε ότι είναι φυσικό ο γεωργός να βρίσκει τις μεταφορές του μέσα στο χώρο της εργασίας του, όπως ο παπουτσής, ο σιδεράς και ο χειρώνακτας βρίσκει τα νοήματά του μέσα στα στον στενό ορίζοντα του εργαστηρίου του. Ο βουνήσιος, που δεν είδε και δεν άκουσε για θάλασσα, πώς θα ονομάσει σάλο και φουρτούνα μια έκκρυθμη κατάσταση; Η παράσταση της τρικυμίας του λείπει, άρα και η δυνατότητα να την αποδώσει σε κάτι παρόμοιο.
Με αυτό δεν θέλουμε να θέσουμε εμπειρικά όρια στην εκφραστική των επαγγελμάτων, όρια άλλωστε που καταργούνται καθώς η κοινωνία διαχέει σπάταλα τα νοήματά της προς πάσα κατεύθυνση, παρά μόνο να θυμίσουμε ότι σαν καρπός βιοτικής ανάγκης, η μεταφορά, στη γένεση της, δεν μπορεί να μην συναρτάται με δεδομένους βιοτικούς όρους. Πριν από την κατασκευή των καρφιών, πώς θα μπορούσε κανείς να πει για κάποιο βλέμμα ότι καρφώθηκεκάπου; Πριν από την κατασκευή των σκαφών, πώς θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ναυαγούς και καραβοτσακίσματα;
Οι πρώτες νοηματικές βοήθειες, αυτές που χορηγούν τον δεύτερο όρο για την ονομασία του πρώτου, δίνονται πάντα από την εμπειρία. Ο πρώτος που μίλησε για άνθος της ηλικίας, που ονόμασε μέλισσα και μυρμήγκι τον εργατικό ή βάφτισε θλίψη (από τα θλίβω, πιέζω) την ορισμένη ψυχική διάθεση, είναι βέβαιο ότι είχε άμεση αίσθηση των δύο πραγμάτων. Δεν γίνεται να ονομάσεις παπαγαλάκι το συγκεκριμένο εργαλείο χωρίς να έχεις υπόψη σου το πτηνό, ούτε να μιλήσεις για ροκάνισμα χρόνου αγνοώντας το ροκάνι και την ορισμένη του εργασία. Με ένα λόγο, ο γεννήτορας της μεταφοράς γνωρίζει τα πράγματα από πρώτο χέρι, ενώ οι κληρονόμοι της μπορούν να την μεταχειρίζονται χωρίς να έχουν άμεση παράσταση περί του ομιλουμένου. Μπορεί να λέμε για κάτι δύσκολο ότι αποδείχτηκε μανίκι (κι ας μην έχουμε πλέξει ποτέ πουλόβερ), μπορεί να λέμε για κάποιον ότι βρήκε ρόζο (κι ας μην κόψαμε ποτέ ξύλα), χρειάζεται μήπως να έχουμε κολυμπήσει για να πούμε ότι κάποιος βρέθηκε στα άπατα; Χρειάζεται να έχουμε παραβρεθεί σε μάχη για να πούμε ότι κάποιος σήκωσε μπαϊράκι; Η κοινοκτημοσύνη της γλώσσας, η οποία επιτυγχάνεται χωρίς εξεγέρσεις και αιματοχυσίες, εξασφαλίζει την κοινοκτημοσύνη των μεταφορικών σχημάτων. Γενικά στην κουβέντα της αγοράς δεν ισχύει η πνευματική ιδιοκτησία. Πόσοι από εκείνους που λένε στη βράση κολλάει το σίδερο είδαν ποτέ σίδερο να κολλάει; Μήπως έχει ανάγκη ο τάδε ομιλητής να έχει δει Τούρκο οργισμένο για να πει ότι κάποιος έγινε Τούρκος; Άπαξ και πέσει από τα χείλη ενός ομιλητή, η μεταφορά διανέμεται δίκην συσσιτίου από στόμα σε στόμα σε όλη τη γλωσσική επικράτεια. Πράγμα που δεν εμποδίζει σε τίποτα κάθε λαό να έχει τη δική του μεταφορική γλώσσα, κάθε επάγγελμα να ανακαλύπτει τις δικές του μεταφορές, κάθε κλειστή κάστα να τέρπεται από τα δικά της σχήματα. Στα καλιαρντά, γλώσσα των κίναιδων και των παρενδυτικών εν γένει, ακούμε τη λέξη αεραγκιστρώνω που σημαίνει γοητεύω κάποιον, ακούμε τη λέξη γκρόσο-καγκελόκαρο που υποδηλώνει το μεγάλο μεταλλικό όχημα. Ο Ιταλός λέγεται ζυμαροσωλήνας επειδή καταβροχθίζει πολλές μακαρονάδες, ο ψηλός άντρας κυπαρισσότεκνο, η επείγουσα επιστολή λέτρα-σαΐτα, το πιάνο στρωσομασέλα, η υδρόγειος μυρμηγκόμπαλα, η μουστάρδα πιπεροσκατού, η φαρμακόγλωσση γυναίκα που θέλει να σε ρουφήξει ρούφω, το καθρέφτισμα ταψάρω, και το μικρό πέος εν στύσει φακιροπίπιζα.
Είναι τόσο ενδεικτικές αυτές οι μεταφορές, ώστε αναγνωρίζονται από τη «μέθοδο» που τις έπλασε. Δεν αρκεί η μεταφορά, πρέπει να υπακούει πλήρως σε ορισμένα γλωσσικά ήθη, πράγμα που ισοδυναμεί με επίδειξη ταυτότητας και δήλωση κοινωνικών και αφροδίσιων φρονημάτων.
Στο ποδόσφαιρο για παράδειγμα, όπου σημασία έχει να κραυγάζεις και να παραφέρεσαι, όχι να επιδεικνύεις γλωσσική καλλιέργεια, οι μεταφορές αναγκαστικά έχουν να κάνουν με το βάναυσο πνεύμα του ανταγωνισμού και την περιφρόνηση του αντίπαλου δέους. Ο αντίπαλος οπισθοφύλακας που αγωνίζεται σκληρά είναι τσεκούρι, κλαδευτήρι, καρμανιόλα, ο καλός τερματοφύλακας είναι αγριόγατος, κέρβερος, λάστιχο. Ο δεξιοτέχνης ντριμπλέρ, όταν κάνει μια περίτεχνη ενέργεια προ χιλιάδων ομμάτων, λένε ότι έφερε μια ζεϊμπεκιά, όσο για το θύμα της προσποίησης που παραπάτησε ή έμεινε στον τόπο, λένε ότι έκανε εμετό, ότι του πήραν τις πινακίδες ή τα σώβρακα. Ο μαλθακός παίκτης αποκαλείται κομμώτρια, χορεύτρια, λουλουδού, όπως το ισχυρό σουτ ονομάζεται κεραυνός, τούβλο, φωτοβολίδα, και η ανάξια ομάδα φιλοδωρείται με την περιφρονητική ονομασία καφενείο.
Την ίδια δεινότητα στα μεταφορικά σχήματα βρίσκουμε σε κάθε χώρο ανάγκης και επιθυμίας. Χαρτοπαίχτες, αλογομούρηδες, παπατζήδες, πρεζόνια αποχτούν σιγά σιγά μια δική τους συνθηματική γλώσσα που τους ανήκει στο βαθμό που παρουσιάζει ρητορικές λύσεις στις δικές τους καθαρά εκφραστικές ανάγκες. Το λάδωμα, το καρφί, η παραμύθω, το βαποράκι είναι μεταφορικά κλειδιά συγκεκριμένων χώρων που έμαθαν μια μητρική γλώσσα βυζαίνοντας το μαύρο γάλα ορισμένων αναγκών…
Πρέπει να πούμε ότι ο λαϊκός ομιλητής, ρήτορας του πάγκου, του καφενείου και του δρόμου, δεν σοφίζεται μεταφορές, δεν γυρεύει λεκτικά σχήματα ούτε κάνει βέβαια «ποίηση», επειδή ακριβώς αγνοεί τα πάντα για τον ναρκισσισμό που καθρεφτίζεται στη λαλιά και φοράει το νόημα σαν σπάνιο άρωμα, απαντάει στην ανάγκη με τα μέσα της ανάγκης. Άραγε γιατί να λένε του μπεσαλή ο λόγος χαραματιά στο σίδερο ή το ντέρτι είναι θηλυκό γεννάει κι άλλο ντέρτι; Και στους δύο όρους (μπεσαλής-χαραματιά στο σίδερο, ντέρτι-θηλυκό) η μεταφορά κινείται μέσα σε έγνοιες και διδάγματα ου ίδιου κόσμου.
Ο λαϊκός δεν είναι μόνο άνθρωπος του δρόμου, επιπλέον τα βρίσκει όλα εν μέση οδώ. Λόγου χάρη το ηθικό ζήτημα του τηρημένου ή αθετημένου λόγου, πρόβλημα που γράφει ιστορία στα λαϊκά ήθη, βρίσκει φυσιολογικότατα την έκφρασή του μέσα από τη μονιμότητα του σίδερου (που αν ήταν ξύλο ή πηλός θα σήμαινε το ακριβώς αντίθετο). Όσο για το ντέρτι, την ψυχική αρρώστια που σε τρώει και σε τελειώνει, δένει πολύ αρμονικά με τη θηλυκή φύση που διαρκώς ξαναγεννάει τον εαυτό της…
*Το Κείμενο είναι απόσπασμα από αφιέρωμα (ένθετο) στο περιοδικό «Χάος» με τίτλο «εν μέση οδώ».
**Γιος δημοδιδασκάλου, ο Κωστής Παπαγιώργης γεννήθηκε το 1947 στο Νεοχώρι Υπάτης και έζησε στην Παραλία της Κύμης (51-60), στο Χαλάνδρι, στη Θεσσαλονίκη (66-67) και στο Παρίσι (69-75). Οι απόπειρές του να σπουδάσει –νομικά στη Θεσσαλονίκη και φιλοσοφία στο Παρίσι- δεν είχαν συνέχεια, παραταύτα η παθολογική σχεδόν προσήλωση στην ανάγνωση τον οδήγησε συγκυριακά στην εμπορία βιβλίων. Με την επάνοδό του στην Αθήνα, ασχολήθηκε με τη μετάφραση φιλοσοφικών έργων και με τη συγγραφή εξομολογητικών εν πολλοίς δοκιμίων. Έγραψε για τη μέθη, τη ζηλοτυπία, τη μισανθρωπία, τους νεκρούς, τη μνησικακία, τη φιλία και τον πόλεμο. Πέθανε στις 21 Μαρτίου 2014.