Στην τρέχουσα ή στην όποια ομιλία, η μεταφορά είναι τετριμμένο σχήμα` στην ποιο κοινή συνεννόηση, χωρίς μάλιστα να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή, ακούμε να αποκαλούν έναν άνθρωπο φίδι, αλεπού ή λαπά, να φοβούνται μήπως ο ουρανός αρχίσει να ρίχνει καρεκλοπόδαρα ή μήπως συμβεί κανένα μποτιλιάρισμα στους δρόμους, να μιλούν για κάποια γυναίκα που έβαλε τα δυο πόδια του άντρα της σ’ ένα παπούτσι, να απειλούν ότι θα κόψουν τον βήχα ή ότι θα αστράψουν έναν φούσκο στο πρόσωπο κάποιου ενοχλητικού. Τι το παράταιρο; Ακροατής ή ομιλητής, ο καθένας τέρπεται να λέει ή να αφουγκράζεται τα οικεία νοήματα.
Καθώς η μύτη γίνεται απροειδοποίητα προβοσκίδα, ο σωματώδης άντρας ντουλάπα. Η γυναικάρα φρεγάδα, το παιδάκι σπόρος, το τεράστιο χέρι κουπί, ο αφιλότιμος γάιδαρος και ο ξύπνιος αετονύχης, οι ξεσκολισμένοι του καθημερινού λέγε λέγε νοιώθουν κυριολεκτικά σπίτι τους χωρίς να ξαφνιάζονται από το γεγονός ότι, ανταλλάσσοντας νοήματα στο πόδι, περνά από μπροστά τους –και μέσα από το στόμα τους- στρατός ολόκληρος από αλλόκοτα πράγματα: φίδια, αλεπούδες, ελέφαντες, κουπιά, παπούτσια, ντουλάπες, γαϊδούρια.
Πράγματι, η περπατημένη γυναίκα είναι χώνα, ο φοβιτσιάρης κότα, χέστης και λαγός, ο άμαθος κουτάβι, η δουλειά πάει ρολόι και ο φορομπήχτης πέτυχε το απαραίτητο λάδωμα. Η αλυσίδα μεταφορών μοιάζει ατελεύτητη, κάτι σαν τα ανεξάντλητα νάματα της ζωής. Μάλιστα όλο αυτό το παρδαλό αλισβερίσι με την εικονοπλασία που δεν γνωρίζει όρια, καθώς ίπταται από το ένα πράγμα στο άλλο χωρίς επιφύλαξη και δισταγμό, τελείται τόσο φυσικά, τόσο αυθόρμητα ώστε είναι δύσκολο να πούμε σε τι συνίσταται το πρόβλημα. Μια αγάπη που κακοφόρμισε κάνει τον στιχουργό να γράψει αβίαστα: αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι.
Όλοι καταλαβαίνουμε τι θέλει να πει ο στίχος, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι παρακολουθούμε τις διαδοχικές αφαιρέσεις και την τελική μετάπτωση από την αγάπη στο μαχαίρι. Ό,τι κι αν εννοούμε με τη λέξη αγάπη –έρωτα για μια γυναίκα, χώρους και συμβάντα, γρίφους και βαλαντώματα- δεν μπορούμε να πούμε ότι η λέξη ισούται με όλες αυτές τις καταστάσεις. Η ταραγμένη αφήγηση της έλξης και της απώθησης ανάμεσα σε δύο πρόσωπα δεν μπαίνει στην ίδια ζυγαριά με τη λέξη. Παραταύτα η αφαίρεση το επιτρέπει. Με γενικεύσεις, συνοψισμούς και προσθαφαιρέσεις, όλα αυτά γίνονται «αγάπη».
Το σημαδιακό όμως δεν αφορά αυτή τη συμπύκνωση, μια μικρή λεκτική «συναλλαγματική» που αντιπροσωπεύει μια περιουσία βασάνων, όσο τη χαρακτηριστική μετακίνηση από το ένα στο άλλο. Δεν μένουμε στην αγάπη, που αφ΄ εαυτής μπορεί να υποδηλώνει τα πάντα, γενική πινακίδα καθώς είναι στη στράτα της ομιλίας, αλλά μεταφερόμαστε σε μια νέα, ξένη και αναπάντεχη έκφραση: δίκοπο μαχαίρι. Όλα, έμψυχα και άψυχα, παρελθόντα και παρόντα, ενώ βαφτίστηκαν δικαιωματικά αγάπη, αίφνης ξαναβαφτίζονται μαχαίρι και μάλιστα δίκοπο.
Συμβαίνει δηλαδή ένα μικρό σκάνδαλο, μια πράξη βίας, ένα νοηματικό πραξικόπημα κάθε φορά που από μια δεδομένη παράσταση μεταπηδούμε σε μια άλλη μόνο και μόνο για να χαρακτηρίσουμε καλύτερα την πρώτη. Τι άλλο υποδηλώνει ο χείμαρρος από φως, ο φαλακρός που αποκαλείται σκωπτικά γλόμπος, η επιχείρηση σκούπα της αστυνομίας, τα κοράκια στις κηδείες, η ιτέα κλαίουσα, το χτένισμα αλογοουρά ή το έργο στον κινηματογράφο που ατυχώς κάνει κοιλιά; Ο νέος όρος, που δεν είναι για την ακρίβεια «νέος», ουσιαστικά αλιεύεται μέσα στα αρχεία της φαντασίας για να ονομάσει πιο εύστοχα τον παλιό… (συνεχίζεται την επόμενη εβδομάδα ).
*Το Κείμενο παρουσιάστηκε στο 20σελιδο ένθετο στο περιοδικό «Χάος» με τίτλο «εν μέση οδώ».
**Γιος δημοδιδασκάλου, ο Κωστής Παπαγιώργης γεννήθηκε το 1947 στο Νεοχώρι Υπάτης και έζησε στην Παραλία της Κύμης (51-60), στο Χαλάνδρι, στη Θεσσαλονίκη (66-67) και στο Παρίσι (69-75). Οι απόπειρές του να σπουδάσει –νομικά στη Θεσσαλονίκη και φιλοσοφία στο Παρίσι- δεν είχαν συνέχεια, παραταύτα η παθολογική σχεδόν προσήλωση στην ανάγνωση τον οδήγησε συγκυριακά στην εμπορία βιβλίων. Με την επάνοδό του στην Αθήνα, ασχολήθηκε με τη μετάφραση φιλοσοφικών έργων και με τη συγγραφή εξομολογητικών εν πολλοίς δοκιμίων. Έγραψε για τη μέθη, τη ζηλοτυπία, τη μισανθρωπία, τους νεκρούς, τη μνησικακία, τη φιλία και τον πόλεμο. Πέθανε στις 21 Μαρτίου 2014.