Μίλαν Κούντερα: Ο έρωτας είναι η εγγραφή του άλλου στην ποιητική μας μνήμη
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 03.04.22 ]Η γραφή του Μίλαν Κούντερα εναλλάσσεται μεταξύ του ονείρου και της σκέψης, της ποίησης, της φιλοσοφίας και της πρόζας. Παραπέμπει σε ένα κόσμο όπου οι ζωές των ανθρώπων πλάθονται από τυχαία γεγονότα και αμετάκλητες αποφάσεις, σε ένα κόσμο όπου τα πάντα συμβαίνουν μονάχα μια φορά και η ύπαρξή μας αποδεικνύεται αβάστακτη παρά την ελαφρότητα της.
Ο Κούντερα γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1929, σε μία μεσοαστική οικογένεια στο Μπρνο της πρώην Τσεχοσλοβακίας και πήγε στη Γαλλία το 1975. Ο πατέρας του ήταν γνωστός μουσικολόγος. Διδάχθηκε πιάνο από τον πατέρα του και αργότερα σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Έτσι, μουσικολογικές επιρροές εμφανίζονται συχνά στο έργο του, όπως στο βιβλίο του "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι" στο οποίο βάζει πεντάγραμμα με μελωδίες του Μπετόβεν ως εκφραστικό μέσο μιας συγκεκριμένης ψυχολογικής κατάστασης(Ο Κούντερα συχνά παρεμβάλει στο έργο του θέματα σχετικά με τη μουσική, αναλύοντας την Τσέχικη παραδοσιακή μουσική, παραθέτοντας τη διαδρομή απ' τον Λέος Γιάνατσεκ έως τον Μπέλα Μπάρτοκ). Σπούδασε Λογοτεχνία και Αισθητική στη Σχολή Τεχνών του Πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα. Έπειτα από δύο ακαδημαϊκούς κύκλους μετεγγράφηκε στη Σχολή Κινηματογράφου της Ακαδημίας Θεάματος της Πράγας. Ήδη από τα εφηβικά του χρόνια ο Κούντερα γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας και το 1950 διώχτηκε με την κατηγορία των "αντικομματικών δραστηριοτήτων". Εκεί θα βασίσει το κύριο θέμα του μυθιστορήματός του «Το Αστείο». Το 1956 επανεντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και διώχτηκε για δεύτερη φορά το 1970.
Έγινε ιδιαίτερα γνωστός με τα έργα του "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι", "Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης", "Το Αστείο" και η «Αθανασία». Στα μυθιστορήματά του επηρεάζεται από τη γραφή του Ρόμπερτ Μιούζιλ και τη φιλοσοφία του Νίτσε. Ο Κούντερα, όπως συχνότατα σημειώνει, ανασύρει τις επιρροές του όχι μόνο από αναγεννησιακούς συγγραφείς όπως ο Τζιοβάνι Μποκάτσιο και ο Φρανσουά Ραμπελέ αλλά επίσης από τους Λώρενς Στερν, Χένρι Φίλντινγκ, Ντενί Ντιντερό, Ρομπέρ Μιούζιλ, Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Χέρμαν Βροχ, Φραντς Κάφκα, Μάρτιν Χάιντεγκερ και ίσως περισσότερο από τον Θερβάντες με του οποίου την κληρονομιά θεωρεί ότι ταυτίζεται περισσότερο. Τα πρώιμα μυθιστορήματά του εξερευνούν το δίπολο τραγικότητας και κωμικότητας του ολοκληρωτισμού, παρόλ' αυτά ο ίδιος δεν τα χαρακτηρίζει πολιτικά, σχολιάζοντας πως "Η καταδίκη του ολοκληρωτισμού δεν αξίζει ένα μυθιστόρημα". Στο πρώτο του μυθιστόρημα, "Το Αστείο", σατυρίζει τη φύση του ολοκληρωτισμού της κομμουνιστικής περιόδου. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε στη "μαύρη λίστα" της Τσεχοσλοβακίας όπως και στην απαγόρευση του λογοτεχνικού του έργου. Το 1975 πηγαίνει στη Γαλλία όπου και εξέδωσε το 1979 το μυθιστόρημα "Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης". Στο έργο του αυτό παροτρύνει του Τσέχους πολίτες να αντισταθούν στο κομμουνιστικό καθεστώς. Το 1984 εκδίδει το γνωστότερο δημιούργημα του: "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι". Το 1990 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του "Άθανασία", σαφέστερα φιλοσοφικό και ελάχιστα πολιτικό σε σχέση με τα προηγούμενα έργα του.
Κάθε νέο βιβλίο του παραπέμπει στην πιο πρόσφατη διατύπωση της προσωπικής του φιλοσοφίας. Τα θέματά του αναφέρονται στην εξορία, την αγάπη, την τέχνη, τον έρωτα, την πολιτική, την άγνοια ή την νοσταλγία. Στην « Άγνοια» γράφει για τη νοσταλγία και τη λήθη. Για είκοσι χρόνια, όσα και ο ομηρικός Οδυσσέας, δύο ήρωές του, ο Σιλβί και η Ίρενα, ξενιτεμένοι σε διαφορετικές χώρες ως πολιτικοί πρόσφυγες έζησαν έντονα με τη νοσταλγία της πατρίδας. Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος επιχειρούν τον επαναπατρισμό τους αλλά η ώρα της επιστροφής προσκρούει στα τείχη της άγνοιας, που όρθωσε μεταξύ τους ο χρόνος.
Η «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» πρόκειται για ένα ερωτικό μυθιστόρημα με έκδηλα φιλοσοφικά, υπαρξιακά και πολιτικά στοιχεία. Με κοινωνικο-πολιτικές αναφορές, καταγράφει τα συναισθήματα, τις αντιδράσεις και τον τρόπο που οι χαρακτήρες του βιώνουν τον έρωτα, την προδοσία και την έννοια της πατρίδας. Οι προδοσίες και οι εγκαταλείψεις, οι συγκρούσεις και οι συµφιλιώσεις που παρουσιάζονται εδώ προκύπτουν από την προσπάθεια φυγής από µια αλήθεια της ύπαρξης, που ο συγγραφέας προσεγγίζει σε βάθος, ισχυριζόµενος πως η µοναδική ανθρώπινη ζωή είναι ασήµαντη υπό το νιτσεϊκό πρίσµα της αιώνιας επανάληψής της εντός ενός άπειρου σύµπαντος. Μία φιλοσοφική ανάλυση για τον έρωτα, τοποθετημένη στην εποχή της εισβολής των σοβιετικών στην Πράγα, η οποία προσπαθεί να ερμηνεύσει την εξάρτηση και τα σκοτεινά συναισθήματα που μας δημιουργεί ο έρωτας. Παράλληλα, θέτει ερωτήματα για τον έρωτα και την τυχαιότητα. Ένα βιβλίο-δοκίμιο με φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις, γεμάτο πολύπλοκες αναζητήσεις σε σχέση με την ελαφρότητα και την βαρύτητα της ύπαρξης και των συναισθημάτων που μας διακατέχουν. Το “βάρος” και η “ελαφρότητα” είναι οι δύο επιλογές που διαθέτει ο άνθρωπος για να αντιμετωπίσει το παράλογο και σε αυτό το μυθιστόρημα του Κούντερα οι δυο αυτές επιλογές αντιμετωπίζονται ως ισότιμες και εξίσου σεβαστές εναλλακτικές. Για τον πρωταγωνιστή Τόμας που είναι θιασώτης της ελαφρότητας, η ζωή οφείλει να απαλλαγεί από τα βαρίδια που δεν την αφήνουν να ανυψωθεί, όπως τα κάθε λογής εξωτερικά «πρέπει» απ’ όπου κι αν προέρχονται, που περιορίζουν τα όποια περιθώρια προσωπικής αυτονομίας. Η Τερέζα εναποθέτει τις ελπίδες της στον Τόμας, που όμως την απογοητεύει. Ο Φραντς θεοποιεί τη Σαμπίνα και βιώνει τον έρωτα σαν θρησκεία. Βλέποντας το πάθος του όμως ως περιοριστικό της ανεξαρτησίας της, η Σαμπίνα τον εγκαταλείπει και τότε αυτός στρέφεται σε άλλο μεταφυσικό υποκατάστατο, την επανάσταση, ώστε η ζωή του να μη στερηθεί νοήματος και «βαρύτητας».
«Ο άνθρωπος, εν αγνοία του, συνθέτει τη ζωή του σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς, ακόμα και τις στιγμές της πιο βαθιάς απελπισίας», γράφει σ’ ένα σημείο της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι» ο Κούντερα, ή «Ο έρωτας αρχίζει από µια µεταφορά. Με άλλα λόγια: ο έρωτας αρχίζει από τη στιγµή που µια γυναίκα εγγράφεται µε µια από τις κουβέντες της, στην ποιητική µας µνήµη» και κυρίως καταλήγει ότι «η ιστορία είναι το ίδιο ελαφριά όσο και η ζωή του ατόµου, αβάσταχτα ελαφριά, ελαφριά σαν ένα πούπουλο...».