Καλύτερα η λέξη σημαία
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 27.10.22 ]Το να γράφεις, είναι ένας τρόπος (ίσως ο καλύτερος), για να σιωπάς. Το να γράφεις λοιπόν σε μέρες επετείου ενός τραγικού θριάμβου εναντίον του φασισμού την λέξη σημαία, μπορεί να είναι πληρέστερο και από την ίδια την σημαία, στην οποία άλλωστε ορκίστηκαν εξ ίσου ήρωες και προδότες. Άνθρωποι που έδωσαν την ζωή τους γι’ αυτήν και οι άλλοι που τους την άρπαξαν. Είτε κυριολεκτικά, είτε συμβολικά. Χωρίς να είναι λίγες οι φορές που ο μεταφορικός συμβολισμός ξεπέρασε σε τραγικότητα ακόμα και την κυριολεξία της απόλυτης αρπαγής που λέγεται θάνατος. Δηλαδή έγινε η φρίκη του να μην ζεις, μέχρι τον θάνατο σου. Κάτι που συνέβη πολλές φορές μέσα στην ιστορία, όπως και εδώ φυσικά, στις διπλανές μας πόρτες, στην πόρτα του σπιτιού μας, ώρα χαράματα, ώρα μεσάνυχτα, για χρόνια και χρόνια που πέρασαν σαν σημαίες βαριές από αίμα και δάκρυα χωρίς να κυματίζουν.
Γι’ αυτό σου λέω: καλύτερα η λέξη σημαία, η λέξη που υπάρχει μονάχα ανάμεσα στις άλλες λέξεις, παρά η σημαία που είναι ένα κομμάτι πανί. Καλύτερα η λέξη σημαία γιατί είναι κομμένη από το μεγάλο πανί της γλώσσας που ξέρουμε την γενέθλια υπόστασή της, την αγριότατη παραφορά της όταν αρπάζουν τους ανθρώπους της, ξέρουμε όμως και το άταφο πτώμα της όταν εκούσα άκουσα εκπορνεύεται στο στόμα πτωματικών υπάρξεων, παραπαίοντας και παραληρώντας αλλοπρόσαλλη και ακατανόητη σε νεκροταφεία νοημάτων. Εκεί στους τοίχους των εκτελέσεων. Εκεί στα υπόγεια των βασανιστηρίων, εκεί στα αντίσκηνα της τρέλας και του ανείπωτου εξανδραποδισμού.
Όλα, με τις σημαίες να κυματίζουν. Και με τους ήσυχους ανθρώπους να ακούνε την κραυγή των κυματισμών και να σκεπάζονται πιο πολύ για να μην δούνε όνειρα. Για να μην ελπίσουν. Για να πούνε «καλά είν’ εδώ». Είναι οι ίδιοι άνθρωποι της πρόθυμης ιστορίας που πρώτοι κρεμούν στα μπαλκόνια τους σημαίες. Είναι οι κρίσιμοι άνθρωποι του αλλότριου φόβου που εύκολα μισεί τους υπόλοιπους προς ίδιον όφελος. Και παρελαύνουν. Με τις σημαίες τους σε παράταξη στρεβλού θριάμβου.
Μη γελιέσαι. Δεν είναι σημαίες μάχης. Είναι σημαίες παρασημαντικής της ιστορίας. Δεν είναι σημαίες αξιοπρέπειας, είναι σημαίες ευκαιρίας. Είναι οι σημαίες που κοροϊδεύουν τις θυσίες. Τις λέξεις που γίνονται ιερές μέσα στην σιωπή των ανθρώπων ή μέσα στην κραυγή που είναι η ηχοβόλος σιωπή του άφατου πόνου. Όπως η λέξη σημαία που υψώθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Και πίστεψε με. Είχε, έχει και θα έχει πολλούς σημαιοφόρους αυτή η λέξη. Σημαιοφόρους που κανείς δεν έμαθε κι ούτε θα μάθει. Και που πέθαναν μέσα στον θάνατο του «Σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε». Στα ικριώματα ποιημάτων καμωμένων από φρίκη. Κανείς δεν θα μάθει τι απόγιναν οι σημαίες που τις κράτησαν όλα τα χέρια που «μπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά», όπου γης. Όλα τα χέρια που είπαν τις λέξεις ενός κυματισμού, να έτσι σαν λέξη από ποίημα του Διονύσιου Σολωμού. Είτε από τον «Ύμνο» είτε από την «Ξανθούλα». Μ’ ένα μαντήλι αποχαιρετισμού στον έρωτα του παντός που έφυγε για πάντα. Εκεί, στο «για πάντα», κυματίζουν αυτές οι σημαίες των λέξεων. Στο χαμένο και κερδισμένο τραγικό της ανθρώπινης υπόστασης, που όλο φεύγει για να βρει κι όλο βρίσκει. Και ράβει καινούργιες σημαίες της σιωπής, της έκπληξης και της λύπης: δεν θα μας φτάσει ποτέ η σημαία της λέξης αθανασία. Γιατί πάντοτε η αθανασία θα είναι η σκοτεινή μας μητέρα. Η σκοτεινή μας σημαία, το ανεξάντλητο πανί μιας νίκης που βιάστηκε ή μιας ήττας που καθυστέρησε. Κι ύστερα, ένα παιδί ανεβαίνει και το κρεμάει ψηλά, πολύ ψηλά μέσα στην σιωπή. Για να κόβει ένα κομμάτι όποιος θέλει και να μιλάει στους άλλους. Ένα κομμάτι από την σημαία της ανθρωπότητας που σκοτώνει 15.000 παιδιά την ημέρα χωρίς να λογαριάζει επετείους. Χωρίς να λογαριάζει σημαίες. Καλύτερα λοιπόν, η λέξη σημαία. Καλύτερα να την κρύψουμε βαθιά μέσα στα ζήτω. Όλα τα «ζήτω» που πλαταγίζουν όλες οι σημαίες. Εθνών και Επαναστάσεων. Άχρι καιρού.