Καλό δρόμο Γιάννη

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 25.08.20 ]

Ήμουνα πιτσιρίκι όταν αγόρασε ο πατέρας εκείνη την κασέτα (μπορεί να ήταν κι από κείνες τις μεγάλες, δεν θυμάμαι) και την έβαλε στο κασετόφωνο. Μέχρι τότε «λουλουδάκι μου γαλάζιο σε φιλώ κι αναστενάζω» και «στης πικροδάφνης τον ανθό έγειρα ν’ αποκοιμηθώ». Όμορφα ήταν, δεν λέω. Μετά όμως… μετά… «Η Μυρσίνη τ’ άσπρα βάζει άσπρο κρίνο στο περβάζι», «Ξημερώνει Κυριακή μη μου λυπάσαι», «Τίναζες το χέρι κάτω η τζαμαρία, γέλαγε η Μαρία», «Είχε μιαν απλή καρδιά και τον λέγαν Γιάννη».

Ναι, Γιάννη τον λέγανε κι έγινε μέλος της οικογένειας. Τότε που το Dacia του πατέρα το φωνάζαμε Κίτσο  και δεν είχε αιρκοντίσιον (ούτε καν ξέραμε τι είναι) και βγάζαμε έξω τα κεφάλια απ’ τα παράθυρα και η μάνα δεν είχε αυχενικό και δεν ζητούσε να τα ανεβάσουμε, και δεν είχαμε ο καθένας ακουστικά στ’ αυτιά και κινητά στα χέρια κι ακούγαμε όλοι την ίδια μουσική μέχρι που μάθαμε τα λόγια και τα τραγουδάγαμε όλοι μαζί κι ο Κίτσος αγκομαχούσε στις ανηφόρες κι όταν τις έβγαζε κάναμε στάση για να κρυώσει το ψυγείο κι όταν ήταν στενός ο δρόμος και απότομος και συναντούσαμε μουλάρι σταματούσαμε για να περάσει –μη και τσινίσει το ζωντανό, μη φοβηθεί και ρίξει στο γκρεμό τον αναβάτη ή το φορτίο- κι είχαμε γυρίσει την Ελλάδα χωρίς ποτέ να έχουμε προγραμματίσει που θα πάμε και πάντα κάτι νόστιμο έβγαινε από τα ταπεράκια της μάνας και πάντα κάποιος θα πουλούσε φρούτα σε ένα κιόσκι και πάντα βρίσκαμε ένα μέρος που μας άρεσε για ύπνο και δεν ήταν λίγες οι φορές που χαμε κοιμηθεί μέσα στον Κίτσο κι ο Γιάννης πάντα μας νανούριζε. Ο Γιάννης μας με τη βελούδινη φωνή να μας χαϊδεύει κι ο ουρανός να μας χαρίζει δυο τόπια σύννεφο να ράψουμε τα όνειρά μας. Πάντα.

Κι ύστερα η ζωή άνοιξε δρόμους φαρδιούς και φωτισμένους μα στένεψε το πάντα και σκοτείνιασε κι ο Κίτσος αποσύρθηκε- τι γίναν όλα εκείνα τα χιλιόμετρα που ’χαμε γράψει με τραγούδια και με γέλια;- και στο καινούργιο αυτοκίνητο, που δεν του δώσαμε όνομα, δεν κατεβάζαμε τα παράθυρα γιατί είχε αιρκοντίσιον και έβγαζε με άνεση τις ανηφόρες αλλά ποτέ σ’ αυτό δεν είχαμε διανυκτερεύσει –τι που το σαλόνι του ήταν άνετο και μυρωδάτο;- κι ύστερα μεγαλώσαμε και γίναν μελαγχολικές οι Κυριακές.

Και σκέφτομαι πως αν μπορούσα τώρα να βρω σε ποιο νεκροταφείο για σακαράκες είναι ο Κίτσος μας θαμμένος θα χωνόμουνα κρυφά στο πίσω κάθισμα (με κάθε επισημότητα) κι ενώ ο Γιάννης θα συνέχιζε να τραγουδά  και θα τσουλούσε απαλά το σαραβαλάκι  με νεκρά στην κατηφόρα, περήφανα και άφοβα.