Λουίζα Σολομών
Ιούνιος μήνας, παραλία κάπου σε κόλπο απάνεμο, θάλασσα Αιγαίου γαλαζοπράσινη κρυστάλλινη, με το φλοίσβο να ξεδιπλώνει το κορμί, να φεύγει ο νους να χάνεται, να αφήνεται η ψυχή να χαλαρώνει, να ομορφαίνει και ήρεμα να στοχάζεται.
Οι ήχοι τέτοιοι που δεν επιβάλλονται, αλλά ήρεμα συνυπάρχουν, ήπιοι αρμονικοί ήχοι λυτρωτικοί συντροφικοί. Φωνές από παιδιά/ δελφίνια που μεγαλώνουν μέσα στη θάλασσα, καλοκαίρια ολάκερα αναπτύσσουν τη δεξιοτεχνία να πηδούν από το βράχο το ψηλό στο νερό το ένα μετά το άλλο με απόλυτο σεβασμό και να χάνονται στη θάλασσα, όμοια ψαράκια να αναπηδούν και να εξαφανίζονται.
Ένα το γέλιο τους και η χαρά τους με το τερέτισμα του τζίτζικα.
" Έλα Μαρία μου, έλα μωρό μου, πάμε στη θάλασσα, σήκωσε το ποδαράκι Μαράκι, μπράβο Μαράκι μου, έλα κούκλα μου πιάσου πάνω μου" και μετά ώπα και τραγούδι.
Αυθόρμητα γυρίζει το βλέμμα στο λόγο το μελίρρυτο, αντικρίζει το Κορίτσι και τη Γυναίκα και δεν ξέρει κανείς αν είναι κόρη μητέρα ή φίλη. Και είναι όμορφες και είναι ανθρώπινες και είναι ερωτεύσιμες και χαμογελούν και ακουμπιούνται το ακούμπισμα της εμπιστοσύνης.
Το κορίτσι, η Μαρία το Μαράκι, γύρω στα 70 με εμφανή σωματική αναπηρία και πιθανό αλτσχάιμερ και η γυναίκα γύρω στα 50 με σώμα μπρούτζινο γερό, γυμνασμένο και ακόμη πιο γυμνασμένα λόγο και ψυχή να το εμψυχώνει το κορίτσι της, να το κανακεύει, να το πείθει να καθίσουν στα βότσαλα, να κρατηθεί πάνω της, να χωθούν στο νερό, διαθέσιμη και πρόθυμη να της πάρει το φόβο, να της τον κάνει γέλιο ανάλαφρο και ναι! γελάει η Μαρία το Μαράκι, η κούκλα και το μωρό της ξαναγίνεται στ’ αλήθεια μωρό και δοκιμάζει το στράτα στρατούλα ξανά και ξανά μαθαίνει ό, τι εμφανώς είχε μάθει η ίδια σε άλλους και η μνήμη ανασύρει εμπιστοσύνη, βρέχει το κορμάκι της, γεύεται την άλμη και προσέχει μηχανικά μη βραχεί το μαλλάκι και χαλάσει και ξαναγελάει ανάλαφρα ...και
η Άλλη, που το όνομά της δεν ακούστηκε, να είναι πάντα εκεί με το λιγνό και γυμνασμένο κορμί της, βράχος ακλόνητος και σωσίβιο ασφαλές να λικνίζει το Μαράκι απαλά στη θάλασσα και κάβος γερός να πιαστεί το Μαράκι της, να πατήσει το ασταθές βήμα της και την περήφανη κυρτή κορμοστασιά της, να βγει στα βότσαλα να ξεκουραστεί.
και γίνεται αυτό πάλι και πάλι, να ασκείται το Μαράκι βάδην με τόση αγάπη ξανά στα 70 της, να την κοιτά τρυφερά και να την ενθαρρύνει η Άλλη... πώς να την λένε άραγε;
Μαρία και αυτή λέω εγώ, "αλλού τη λέγανε Γιουδήθ εδώ Μαρία" , γυναίκα της θάλασσας!
Έτσι πρέπει να είναι η θάλασσα στις ακτές της- γυναίκα κόρη μητέρα φίλη φιλόξενη- να αγκαλιάζει να κορμάκια, να τα χαϊδεύει, να τα θωπεύει και να τα θεραπεύει, να τα φυλά και να τα φιλάει
όχι πλωτός τάφος να βασανίζει και να βιάζει, να ξεβράζει άψυχα κορμιά - ανθρώπινα κουφάρια, που έκαναν την ελπίδα τους κουπί που το τσακίσαμε και χάθηκαν σ´ ένα γαλαζοπράσινο Αιγαίο βαμμένο κόκκινο και όχι βέβαια αυτό το ζεστό άλικο της φίλιας δύσης αλλά στο άγριο αιμάτινο μιας βάρβαρης Δύσης.
Ζητώ συγγνώμη για την έκθεσή μου δημοτικού σε τετράδιο πανελλαδικών, στα οποία πανομοιότυπα στοιχισμένα τετράδια σταλάζουν τον αρμυρό ιδρώτα τους εκείνα τα παιδιά της θάλασσας που μεγάλωσαν με γραμματάκια βοτσαλάκια. Όταν αυτά τα τετράδια φτάσουν στα βαθμολογικά κέντρα, θα αναδίδουν άραγε ακόμη αλμύρα;