Καληνύχτα Ιμπραήμ

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 21.12.17 ]

                    

 Ο Παλαιστίνιος Ιμπραήμ Αμπού Τουράγια ήταν 29 χρονών, ζούσε στο προσφυγικό στρατόπεδο Σάτι της μεγαλύτερης ανοιχτής φυλακής του κόσμου, αυτής της φρικώδους μετάλλαξης των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης που συνηθίσαμε (όπως έχουμε συνηθίσει και με τόσες άλλες φρίκες) να ονομάζουμε Λωρίδα της Γάζας και να προσπερνάμε. Ο Παλαιστίνιος Ιμπραήμ Αμπού Τουράγια δεν ανήκε στα «παιδιά με τα πρησμένα γόνατα που τους έλεγαν αλήτες». Στα λαμπρά παιδιά της ιστορίας και του παγκόσμιου εαυτού που δεν προσπερνούν, γιατί έχουν φτάσει στο τέρμα. Στο σημείο που είναι απαραίτητα για όλους τους πονεμένους, για όλους τους καταφρονεμένους, για όλους τους πεινώντες και διψώντες. Και μένουν εκεί με σηκωμένη γροθιά, με σηκωμένο πείσμα, μετατρέποντας το γενέθλιο χώμα σε πατρίδα όλων. Γνωρίζουν την ευθύνη και την υπερασπίζονται με την ζωή τους. Ακόμα περισσότερο κι ας μην το παίρνουν υπόψη τους οι φονιάδες: γνωρίζουν την ευθύνη και υπερασπίζονται την πατρίδα όλων με τον θάνατό τους. Κι αυτόν δεν μπορεί να τους τον κλέψει κανένας.

Αυτό έκανε και ο Παλαιστίνιος Ιμπραήμ Αμπού Τουράγια, αλλά δεν άνηκε στα «παιδιά με τα πρησμένα γόνατα», γιατί δεν είχε γόνατα. Ούτε πόδια. Τα πόδια του είχαν σκοτωθεί σε επιδρομή του Ισραηλινού στρατού και ήταν καθηλωμένος στο αναπηρικό αμαξίδιο. Που ο θεός των θυμάτων να το κάνει τέτοιο, αφού σε φυλακές όπως η Γάζα δεν φτάνουν ποτέ «φιλάνθρωπες» ενέργειες και η ευσπλαχνία η alma muter των αθώων, η casta diva των φτωχών είναι από καιρό νεκρή κι αυτή μαζί με τα παιδιά της μέσα στην φάτνη γεννήσεων που πνίγηκαν στο ίδιο τους το αίμα.

Τι είπα όμως; Πως ο Ιμπραήμ Αμπού Τουράγια ήταν καθηλωμένος; Ψέματα. Ο Ιμπραήμ Αμπού Τουράγια ήταν ταχύτατος, με την ταχύτητα μιας θεότητας (η λέξη θεός προέρχεται από το ρήμα θέω, που θα πει τρέχω) για να βρίσκεται παντού. Γιατί τέτοια παιδιά είναι απαραίτητα παντού. Και όπως τις θεότητες δεν τις σταματούν ούτε σύνορα ούτε φυλακές, έτσι και ο Ιμπραήμ Αμπού Τουράγια. Έτρεξε τόσο πολύ, ή μάλλον έζησε τόσο γρήγορα και πέθανε τόσο γρήγορα ώστε διαπέρασε τον θάνατό του και είναι εδώ. Είναι μαζί μας.

Διαδίδουν ότι ένας σκοπευτής του Ισραηλινού στρατού τον πυροβόλησε στο κεφάλι και τον σκότωσε. Μην τους ακούτε. Προπαγάνδα είναι. Αν ήταν έτσι, η ανθρωπότητα θα είχε πεθάνει από φρίκη. Ρωτήστε και την Ρίτα Μπούμη Παππά που και μετά θάνατον βγαίνει «περίπατο με τις νεκρές της φίλες». Βγαίνει περίπατο με τα «χίλια σκοτωμένα κορίτσια». Όλοι τους είναι εδώ. Και τους φοβούνται. Και αισχρά προπαγανδίζουν ότι τους σκότωσαν και κορδακίζονται γι’ αυτό. Όμως όχι. Μια στιγμή σιωπής αρκεί για να ακούσετε τα βήματά τους μέσα στη λύπη και στην σιωπή. Έρχονται για να πιούν και να χορέψουν μαζί μας τούτες τις γιορτινές μέρες, ακόμα και χωρίς πόδια. Άλλωστε το τελευταίο που χρειάζεται ο χορός είναι τα πόδια. Όπως και το τραγούδι, το τελευταίο που χρειάζεται είναι η φωνή. Το είχε πει και ο Λόρκα μιλώντας για το ντουέντε. Είχε μιλήσει για την γριά χορεύτρια του φλαμένγκο που άπλωσε τα σκουριασμένα φτερά του ντουέντε και σχεδόν χωρίς να κινείται νίκησε «καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου». Είχε μιλήσει για την τραγουδίστρια που ήπιε ένα ποτήρι καθάγια «έριξε πίσω το κεφάλι και τραγούδησε χωρίς φωνή, αλλά με ντουέντε».

Έτσι έζησαν, έτσι χόρεψαν, έτσι τραγούδησαν, έτσι πέθαναν,  έτσι ζουν οι Ιμπραήμ όλου του κόσμου.

Κι επειδή έρχονται γιορτές, σ’ αυτούς θέλω να αφιερώσω το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη με τίτλο «Η γέννηση» (1983):

«Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα./ Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό./ ‘’Είδες – μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία’’/ Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ./ Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό».

Χρόνια πολλά Ιμπραήμ. Χρόνια πολλά για πάντα.

Καληνύχτα Ιμπραήμ.