...Και πήγε
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 28.09.22 ]Είναι 17 Ιουλίου 1986. Ο Νίκος Καρούζος έχει γενέθλια. Γίνεται 60 χρονών. Μεσημεράκι. Μόλις έχουμε τελειώσει μια συνέντευξη για τον «Ριζοσπάστη», ακριβώς με αφορμή τα γενέθλιά του. Ούτε ξέρω πόση ώρα κουβεντιάσαμε εντός και εκτός συνέντευξης (είμασταν και μόνοι μας), στο πατάρι του καφέ που βρισκόταν δίπλα στην είσοδο της παλιάς Λυρικής. Ανηφορίζουμε αργοπερπατώντας την Ακαδημίας. Ο Νίκος Καρούζος αγορεύει, διηγείται, πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο, ποτέ όμως χαοτικός. Τον ακούω και ευλογώ την τύχη μου. Ήταν μια μαγεία να τον ακούς αυτό τον άνθρωπο. Πολύ περισσότερο όταν είσαι γύρω στα 30 και διψασμένος για ποίηση. Έκρηξη μαζί και νηνεμία. Μπαρόκ και ροκ. Βούδας και αλαώμενος.
Πλησιάζοντας στην Ιπποκράτους σταματάει ξαφνικά και μου λέει: «Μέγας ποιητής ο Όμηρος, Κώστα. Μέγιστος. Ο μεγαλύτερος όλων. Φαντάζεσαι όμως να είχαμε μείνει μόνο με τον Όμηρο;».
Και ιδού όλη η ανεξάντλητη αγάπη για την ανεξάντλητη ποίηση, για τον ανεξάντλητο άνθρωπο, για την ανεξάντλητη ζωή! Μια αγάπη που θαρρείς δεν σταμάτησε, ακόμα κι όταν, μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, σαν σήμερα, είπε:
«Ώρα να πηγαίνω. Δεν έχω άλλο στήθος».
Και πήγε. Και 32 χρόνια τώρα, όλο πηγαίνει. Κι εμείς όλο τον αποχαιρετούμε με καινούργια ποιήματα, με καινούργιους ποιητές σκαλίζοντας το ίδιο ανεξάντλητο τραύμα, το ίδιο ανεξάντλητο θαύμα, γνωρίζοντας ωστόσο πως ως το τέλος του κόσμου δεν θα μπορέσουμε να το πούμε ολόκληρο, όσα ποιήματα κι αν γραφούν. Ποιητές σαν τον Νίκο Καρούζο μας άνοιξαν τις πόρτες μιας τέτοιας βαθιάς συνείδησης που κάνει τον άνθρωπο, άνθρωπο, δηλαδή φορέα του ατελεύτητου δράματος μέσα στις «νεολιθικές νυχτωδίες» και στην «ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων»:
«Θέλει δύστυχο χώμα η ελιά...Το δράμα της ποιότητας».
Χαίρε Νίκο Καρούζο. Από τ' Ανάπλι μέχρι το σύμπαν, χαίρε.