Καημός...

[ Ζήσης Ναούμ / Ελλάδα / 01.09.19 ]

 Πέντε μήνες τώρα πάλευε να στυλώσει το ρημαγμένο πατρικό του. Πέντε μήνες άφηνε να ρημάζει μέσα του. Γύρισε όταν οι γιατροί όρισαν τον χρόνο του. Μια χούφτα χάπια στις αποσκευές του και μιαν ελπίδα. "Πλασέμπο" ονόμαζε τα χάπια του και φύλαγε την ελπίδα στο πίσω-πίσω του μυαλού, να ξεχνιέται, μην κι' αυτήν έτσι την ονομάσει.
Τούτο το πρωί, βούλιαζε ανάμεσα στον ύπνο και το ξύπνιο. Συμφιλιωμένος ο νους του με τους εφιάλτες δεν άφηνε κανέναν μυ να αντιδράσει. 
"Πάμε στον λόγγο για ξύλα μωρή Λενη..."
Και ξύπνησε για τα καλά.
"και για χλωρό κλαρί..."
Και ήρθε από κοντά και η ελπίδα.
Βρήκε βήμα η καρδιά του, σηκώθηκε, έβρεξε μια πετσέτα, την πέρασε απ' το σώμα του να ανασάνει, βγήκε στην βεράντα.
"Να πούμε τον καημό μας μωρή Λένη..."
Κάθισε σε μια καρέκλα και έκλεισε τα μάτια, ενώ απ' το διπλανό πετρόχτιστο η γυναικεία φωνή, συνέχιζε το τραγούδι.
"Άμα πας στον φούρνο να μου πάρεις "καθάριο" ψωμί, θα σου δώσω ένα φραγκάκι" του είχε πει η δασκάλα. 
Γύρισε και κοίταξε την Λενιώ. Με τα αδύνατα ποδαράκια, το αδύνατο κορμάκι και τα αδύνατα χέρια. Με τα καστανά μαλλιά και τα μεγάλα κατάμαυρα μάτια.
"Όχι" απάντησε μονολεκτικά γιατί ήξερε πως όλα τα "φραγκάκια" του κόσμου δεν άξιζαν ούτε λεπτό μακριά απ' την αγάπη του. Κι' ας τον έλεγε "σβαρνιάρη" για το υπόλοιπο της ζωής της η δασκάλα.
Πήγε δίπλα στην Λενιώ και ξεκίνησαν για την γειτονιά τους στα ψηλά του χωριού, πλέκοντας τα δάκτυλα τους σφιχτά να μην χωράει τίποτα ανάμεσα τους. Εκείνος το αριστερό χέρι εκείνη το δεξί. Είχαν πια αγαπηθεί και τίποτα δεν μπορούσε να τους χωρίσει. Στα μέσα της διαδρομής, πριν την μεγάλη ανηφόρα πέρναγε ένα ρυάκι τραβώντας κατά τον κάμπο. Στην άκρη του φυτεμένη μια τετράγωνη παλιά πέτρα. Εκεί κάθονταν με τα δάκτυλα πάντα πλεγμένα και άφηναν το μυαλό τους ελεύθερο... να μην σκέφτεται τίποτα. Κι' ο χρόνος δεν έβρισκε χώρο να περάσει.
Ήταν εκείνη τη φορά που αυτός "λερώθηκε" και η Λενιώ για να τον πείσει να βγάλει το εσώρουχο του να του το πλύνει στο ρυάκι, σήκωσε την φούστα της την στερέωσε στην μέση και έβγαλε το δικό της.
"Να βρε χαζέ, αφού αγαπιόμαστε" του είπε. Έπλυνε τα εσώρουχα και τα άπλωσε σ' ένα θάμνο πριν γυρίσει και κάτσει δίπλα του, πλέκοντας ξανά τα δάκτυλα τους. 
Τότε ήταν που ένιωσε εκείνο το μούδιασμα ανάμεσα στα σκέλια του και η επιθυμία τον έκανε να χαλαρώσει τα δάχτυλα του. Κι' ο χρόνος βρήκε χώρο... Έτσι τους βρήκε και η μάνα της Λενιώς και τους ανέβασε στην ανηφόρα τραβώντας τους απ' τ' αυτιά.
Ύστερα όλα και όλοι πήραν τον δρόμο τους. Η Λενιώ εσώκλειστη κι' αυτός σε μια νύχτα εσωτερικός μετανάστης. Και ο χρόνος να περνά ανενόχλητος πια.
Χρόνια μετά βρέθηκαν στην πρωτεύουσα. 
"Ξέρεις…" του λέει, "πρέπει να φύγω, ο πατέρας μου..." "Και γω πρέπει να φύγω..." της λέει αυτός "να χαθώ..." δεν της είπε...
"Α, μωρ' Αρίστου, σε πήρε ο ύπνος στην καρέκλα" τον ξάφνιασε η φωνή της. Σήκωσε το βλέμμα του και είδε το κεφάλι της Λενιώς να ξεπροβάλλει απ' τον φράχτη που χώριζε τα σπίτια τους. "Καλημέρα Λενιώ" απάντησε και σηκώθηκε να πάει προς το μέρος της.
Την χαιρέτισε πάνω απ' τον φράχτη. 
"Γεράσαμε μωρ' Αρίστο... αλλά είμαστε ακόμα ζωντανοί" του είπε.
"Ναι, είμαστε" αποκρίθηκε αυτός μ' ένα πικρό χαμόγελο. "Θα βγω πέρα στο μεσοχώρι, να σου φέρω τίποτα;" συνέχισε...
"Όχι μω Αρίστο, θα 'ρθουν τα παιδιά μου απ' την πόλη και θα φέρουν απ' όλα. Κάτσε να σε πάω παρακάτω να πούμε δυο κουβέντες" απάντησε η Λενιώ. Βγήκαν απ' τις αυλόπορτες, κοίταξε ο ένας το μπαστούνι του άλλου, δεν είπαν κουβέντα. Ούτε όταν κατέβηκαν την μεγάλη κατηφόρα άνοιξαν τα στόματα. Η πέτρα έστεκε εκεί, το ρυάκι είχε από χρόνια στερέψει. Πριν κάτσουν η Λενιώ έβγαλε ένα μαντήλι και το έστρωσε.
"Κάτσε εσύ να μην λερωθείς, που θα βγεις στον κόσμο" του είπε. Έκατσαν... Εκείνος στηρίχθηκε στο δεξί χέρι, εκείνη στ' αριστερό. Ένας πόντος τους χώριζε, μα ο χρόνος έτσι κι' αλλιώς είχε περάσει πια.
Η Λενιώ έβγαλε τσιγάρα και τον κέρασε.
"Για τα σεκλέτια..." του είπε. Αμίλητοι απόσωσαν το τσιγάρο και σηκώθηκαν.
"Τα λέμε..." της είπε τραβώντας προς τα κάτω. "Τα λέμε..." αποκρίθηκε εκείνη που είχε την ανηφόρα μπροστά της. Πριν μπει αυτός στο καφενείο αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα. "Για την επόμενη φορά" σκέφτηκε γελώντας με την αισιοδοξία του. Μπήκε στο καφενείο, παράγγειλε ένα τσίπουρο, το ήπιε μονορούφι παράγγειλε δεύτερο. Ένιωσε το μούδιασμα στον αυχένα, και ύστερα σ' όλο του το σώμα. Πρόλαβε να βάλει το χέρι του στην τσέπη που είχε το πακέτο πριν γύρει σχεδόν αναίσθητος προς το πάτωμα. Είδε με την άκρη του ματιού του τα ασπρόμαυρα πλακάκια να τον πλησιάζουν και σκέφτηκε πως θα προτιμούσε τα λευκά, αν τα μαύρα ήταν η κόλαση. Δεν έμαθε ποτέ...
Την μεθεπόμενη τον έφεραν απ' το νοσοκομείο της πόλης, να τον ντύσουν και να τον "σηκώσουν" απ' το σπίτι του. Του έβαλαν στην κάσα και τα τσιγάρα που κράταγε σφιχτά στο χέρι του. Ήρθε και η Λενιώ να τον ασπαστεί. Ακούμπησε απαλά τα χείλη της στο μέτωπο του και ήταν το πρώτο φιλί που του 'δωσε. Έφυγε και τράβηξε στην κατηφόρα. Έκατσε στην πέτρα και την πήρε ένα παράπονο. Ύστερα θύμωσε και βάλθηκε να ξεκολλήσει την πέτρα να την ρίξει στο χορταριασμένο ρυάκι. Έβαλε φωνή και με το μπαστούνι μοχλό, την ξερίζωσε την παλιόπετρα. Γύρισε και κοίταξε το αποτύπωμα της πέτρας στο έδαφος. Σαν μνήμα μικρού παιδιού της φάνηκε. Κοίταξε καλύτερα και τότε την είδε. Ήταν εκεί ξαπλωμένη μέσα στο μνήμα. Με τα λιανά της ποδαράκια λυγισμένα τα καστανά μαλλιά της να σκεπάζουν το μισό της πρόσωπο και τα κατάμαυρα μάτια της κλειστά. Το δεξί της χέρι κάτω απ' το κεφάλι σαν μαξιλάρι στα όνειρα της και το αριστερό πάνω στον γοφό της. Χωρίς δάχτυλα. Λύγισαν τα πόδια της έπεσε στα γόνατα... πήρε ένα μοιρολόι...