Κάφκα: Η σιωπή των Σειρήνων είναι πιο φοβερή από το τραγούδι τους
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 02.06.22 ]Οι αναμνήσεις του Φραντς Κάφκα από τα παιδικά του χρόνια και κυρίως οι σχέσεις με τον αυταρχικό πατέρα του, στοίχειωσαν τη ζωή του. Παράτησε τη γερμανική φιλολογία και σπούδασε τελικά νομικά, επειδή το ήθελε ο πατέρας του. Εργάστηκε επί δεκατέσσερα χρόνια, πρώτα σε μια ασφαλιστική εταιρεία και μετά στο Ινστιτούτο Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων της Βοημίας. Τις νύχτες έγραφε. Αυτό ήταν το μεγάλο πάθος του. Το 1914 αρραβωνιάστηκε τη Φελίτσε Μπάουερ, με την οποία αλληλογραφούσε επί δύο χρόνια. Στις 716 επιστολές στην Φελίτσε γίνεται φανερό πως για τον Κάφκα η ευτυχία είναι συνώνυμη της δυστυχίας. Ο συγγραφέας συγκρούεται μετωπικά με την εξουσία των «ασήμαντων πραγμάτων»: τον γάμο, τα παιδιά, τη δουλειά στο γραφείο (Αυτή την εσωτερική εμφύλια αμάχη περιγράφει ο Ελίας Κανέττι, αναλύοντας την ερωτική αλληλογραφία του Κάφκα). Εντέλει, η ειρήνη θα επέλθει με την διαφυγή στην "ηρωική" αντιμετώπιση της φυματίωσης, καθώς στους εμφύλιους σπαραγμούς «η ευχή για ειρήνη απευθύνεται μόνο στις στάχτες».
Αρχικά ο Κάφκα είχε επιλέξει τη σωτηρία μέσω της «Μεταμόρφωσης». Η μεταμόρφωση σε σκαθάρι αντανακλά την αμφισβήτηση των σταθερών της κοινωνίας, της οικογένειας, των εργασιακών σχέσεων, όπου η μικροπρέπεια, ο κυνισμός, ο εγωισμός, επικρατούν της ευαισθησίας, της φιλίας, της θαλπωρής και της φροντίδας. Μέσω της μεταμόρφωσης του ενός, ο Κάφκα επιδιώκει τη μεταμόρφωση των υπολοίπων για να δείξει ότι κινδυνεύουμε από το άσχημο είδωλό μας. Στα άλλα έργα του, όπως η Δίκη, η μεταμόρφωση θα λάβει και τη μορφή της συρρίκνωσης, ταυτόχρονα. Η διαφυγή από τον παραλογισμό της πολιτικής εξουσίας και της κρατικής γραφειοκρατίας θα επισυμβεί μέσω της αφάνειας, της μη ορατότητας. Μόνο που αυτή η συρρίκνωση αφορά τους ανθρώπους που εκπίπτουν, αυτούς που φαίνονται και ύστερα δεν φαίνονται, που μεταπίπτουν από το φως στο σκοτάδι, από την ορατότητα στη μη ορατότητα και κατά συνέπεια στη μη αναγνώριση. Γιατί υπάρχει και η άλλη συρρίκνωση, αυτή των φτωχών (από το πτήσσω), που είναι μόνιμη και εκ γενετής, και η οποία δεν γνωρίζει το σοκ της μετάπτωσης και της αλλαγής μορφής.
Το 1923 ο Κάφκα, σε ένα ταξίδι του στη Βαλτική, γνώρισε την εβραία νηπιαγωγό Dora Diamant και μετά από λίγο μετακόμισε στο σπίτι της στο Βερολίνο, προσπαθώντας να ξεφύγει από την επίδραση της οικογένειάς του και να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Πέθανε όμως φυματικός στις 3 Ιουνίου του 1924. Λίγο πριν πεθάνει, παρακάλεσε τον φίλο του Μπροντ να καταστρέψει τα έργα του, εντολή που ευτυχώς εκείνος παράκουσε. Ο Μπροντ επιμελήθηκε και εξέδωσε τα τρία μυθιστορήματα του Κάφκα: "Η δίκη" (1925), "Ο Πύργος" (1926), "Αμερική" (1927).
Μ' όλο που έχει διασωθεί ένα πολυσέλιδο ημερολόγιό του (3.000 σελ.), πολλά από τη ζωή του Κάφκα παραμένουν άγνωστα. Αυτό οφείλεται ιδιαίτερα ατα πολιτικά γεγονότα μεταξύ 1933 και 1945, καθώς στο σπίτι της Dora Diamant στο Βερολίνο, κατασχέθηκαν από τη Γκεστάπο και χάθηκαν πολλά χειρόγραφα. Το 1935 απαγορεύτηκε από τους ναζί η δημοσίευση των έργων του και οι τρεις αδελφές του θανατώθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το έργο του Κάφκα, αρχικά γνωστό σ' ένα μικρό μόνο λογοτεχνικό κύκλο της Γερμανίας, διαδόθηκε μετά το θάνατό του στη Γαλλία, χάρη στους H. Breton, A. Camus και J. P. Sartre.
Αλλά τι κάνει μοναδικό τον Κάφκα; Το βλέμμα. Αν ο Έζρα Πάουντ "είδε" τους συντρόφους του Οδυσσέα, τους οποίους προσπαθεί να αφυπνήσει, αιτιολογώντας την ανταρσία του Ελπήνορα, ο Κάφκα "εστιάζει" στις Σειρήνες και διαπιστώνει πως αυτές "έχουν ένα όπλο πιο φοβερό απ' το τραγούδι: Τη σιωπή τους"! Και ότι είναι άχρηστο το μελισσόκερο και το κατάρτι όταν δεν υπάρχει τραγούδι-πειρασμός, όταν δεν υπάρχει το ταξίδι, το παιγνίδι της γητιάς, αυτό που δημιουργεί εκτροπές, αλλάζοντας τον ίδιο σου τον εαυτό, όλο σου το είναι...