Κι όμως υπάρχουν όσοι/ες επιμένουν να καίγονται από Αγάπη, εκείνοι/ες που εξακολουθούν να θεωρούν κίνητρο και νόημα της ζωής τους τον έρωτα, που γίνονται παρανάλωμα της ολοφράσης "σ’ αγαπώ". Είναι στην πραγματική ζωή εκείνες/οι που στέκονται δίπλα στους Σαϊντού όλου του κόσμου. Είναι και οι φύλακες της αγάπης στη μνήμη των κυττάρων, οι καλλιτέχνες και οι ποιητές, όπως ο Κώστας Καναβούρης.
Στη «νουβέλα κι ένα δράμα» του Κώστα Καναβούρη που φέρει τον τίτλο «Η Μήδεια δεν βλέπει εφιάλτες» (Ηλέκτρα)*, προσέφυγα ως αντίδοτο στο δηλητήριο των ημερών.
Ο αφηγητής παρακολουθεί δύο γυναίκες-φροντιστές σ’ ένα άσυλο εγκαταλελειμμένων, καθυστερημένων παιδιών, εκεί όπου το ζεστό αίμα της τρυφερότητας ανακατεύεται με το ψυχρό αίμα των κυνικών, των αδιάβροχων, αυτών που λησμόνησαν ν’ αγαπούν.
Εκεί, στις χωματερές παιδικών ψυχών, από τις ρωγμές του κυνισμού και της αδιαφορίας αναδύεται μυστικά η αγάπη, χάρη στους υποδειγματικούς/ες(Βόνεγκατ), χάρη στις εξαιρέσεις(Πρίμο Λέβι). Χάρη σ’ αυτούς/ές συντηρείται η έσχατη μαγιά της ανθρωπιάς και της τρυφερότητας.
Γι’ αυτούς/ες μιλά ο Καναβούρης, για τους έσχατους αγαπόντες, αλλά και τις αμνήμονες «Μήδειες», τους αρσενικούς και θηλυκούς κανιβάλους. Γιατί η μνήμη κατάντησε πια το μνήμα των συναισθημάτων, ο τάφος των ταυτοτήτων. Γι’ αυτό το ερώτημα «ποιοι ήμασταν;», μένει αναπάντητο.
Τι είναι λοιπόν ο άνθρωπος; Την απάντηση θα φέρει ο «άγγελος του τρόμου». Φόβος. Μόνο φόβος. Σ’ αυτόν τον φόβο κάποιοι αντιπροτείνουν την ασφάλεια του μίσους, ενώ ο Καναβούρης προτείνει τη "μνήμονα Αγάπη" εκείνων που ζουν στην κόλαση χωρίς να τη συνηθίζουν, «που δεν παίζουν με τη λέξη της» και τους ευφημισμούς της.
Συνηθίζεται όμως η κόλαση; Συνηθίζεται. «Πότε συνήθισα και το μίσος και τον εαυτό μου και τον κόσμο, ούτε που το κατάλαβα», λέει η μία γυναίκα-φροντιστής. Η κόλαση συνηθίζεται μέσα από την ευελιξία και την «ευ-λεξία», μέσω των «αθώων απατών(του καπιταλισμού)» που έλεγε ο Κένεθ Γκαλμπραίηθ. Μόνο που δεν είναι και τόσο αθώες ούτε οι απάτες ούτε οι ψευδαισθήσεις όταν αθωώνουν εγκλήματα, όταν ακρωτηριάζουν τον εαυτό από αγάπη, όταν την θάβουν στα άσυλα. Ο άνθρωπος ούτε που καταλαβαίνει πως μετέτρεψε την Αγάπη σ' ένα «μαύρο καράβι».
Μόνο οι εξαιρέσεις, πλέον, μένουν, όπως οι γυναίκες του ασύλου που αγαπούν κρυφά, παράνομα, γιατί ξέρουν πως «… Θα μας είχανε σταυρώσει αν ξέρανε πόσο πολύ αγαπήσαμε. Αν ξέρανε ότι δεν προδώσαμε. Μέχρι θανάτου δεν προδώσαμε».
Η Αγάπη υπό διωγμό. Παράνομη. Επί ποινή σταύρωσης. Και οι άλλοι οι μισεροί, μήπως δεν ξέρουν; Ξέρουν απαντά ο Καναβούρης ή μάλλον: «όλο μαθαίνουν κι όλο δεν ξέρουν. Όλο μαθαίνουν κι όλο δεν θέλουν να ξέρουν. Καμιά φορά νομίζω ότι επίτηδες δεν θέλουν να ξέρουν…». Να λοιπόν, οι άνθρωποι του «Ως εάν», αυτοί που γνωρίζουν το ψεύδος και κάνουν πως δεν το ξέρουν. Αυτή η ιδεολογία του μίσους, ή καλύτερα της απάθειας, της αδιαφορίας και του ανερωτισμού συνιστά το κυρίαρχο habitus της εποχής.
Μήπως αυτό συμβαίνει γιατί δεν αντέχεται το βάρος της αγάπης; Εμείς «την αντέξαμε την αγάπη» αποφαίνονται οι δύο γυναίκες.
Εδώ σταματάει η ανάλυση με το ύφος που απαιτούν τα συναισθήματα, δηλαδή η ποιητική σύνθεση, και αναλαμβάνει να συνεχίσει ο θεατρικός λόγος, η αντικειμενοποίηση του τραγικού…
Οι δυο γυναίκες συζητούν. Πλένουν και ντύνουν τρυφερά τον ετοιμοθάνατο Γιωργάκη, χαρίζοντάς του ένα γαλήνιο, προθανάτιο χαμόγελο.
Και το ερώτημα αμείλικτο: Τι διάολο είναι αυτή η ζωή για μία γυναίκα, που είναι «τιμωρημένη» ν’ αγαπά; Είναι ευχάριστη ή όχι;
Η απάντηση αμφίσημη: «Αν έλεγα ναι, θα ήμουν ηλίθια. Αν έλεγα όχι, θα ήμουν αχάριστη», λέει η γυναίκα!
*Το ραδιοφωνικό θεατρικό έργο του Κώστα Καναβούρη «Η Μήδεια δεν βλέπει εφιάλτες» τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο Prix Marulic 2008 της Κροατικής Ραδιοφωνίας.
Το τελευταίο έργο του συγγραφέα είναι η ποιητική συλλογή «Αμνός - Ένα ποίημα στον καθρέπτη», εκδ. Πόλις, 2021.
Γ. Χ. Παπασωτηρίου