Ιστορίες μουσικής του δρόμου
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 24.10.18 ]Δύο μικρές ιστορίες μουσικής του δρόμου από το Βερολίνο. Δύο μικρές ιστορίες που δείχνουν πόσο απαραίτητη ήταν η κατάργηση του νόμου που θεωρεί αυτή τη μουσική, επαιτεία και συλλαμβάνει τους καλλιτέχνες, ως επαίτες. Επιτέλους (κι ας άργησε απελπιστικά) γίνεται κατανοητό από τη μυγιάγγιχτη «έννομη τάξη», αυτό που σημείωσε ο πάντοτε σοφός δάσκαλος της νομικής επιστήμης Νίκος Παρασκευόπουλος: «Η μουσική δεν είναι επαιτεία, είναι δώρο, και η ελεύθερη εκτέλεσή της σε δρόμους και πλατείες δεν είναι μόνο θέμα δικαιωμάτων. Είναι αγαθό πολιτισμού».
Πιο σαφές δεν γίνεται. Στις ιστορίες μας όμως.
Ιστορία πρώτη: Είμαστε περίπου στο 2000. Άνοιξη ή φθινόπωρο, δεν θυμάται ο φίλος μου Πάνος Πετρόπουλος, φωτορεπόρτερ τότε της «Ελευθεροτυπίας», που μου τη διηγήθηκε κάποτε και την θυμήθηκα τώρα που αρκετή μουσική έχει λείψει για πάντα από την παρέα μας. Βρίσκεται στη Γερμανία ακολουθώντας την περιοδεία του συγχωρεμένου Δημήτρη Μητροπάνου. Μόναχο. Κεντρική πλατεία. Βόλτα. Ο Πάνος χαζεύει τα γκρουπάκια που παίζουν εκπληκτικά, μου λέει. Κάποια στιγμή καθηλώνεται. Παίζει ένας τυφλός ακορντεονίστας. Θεός. Άλλου είδους μουσικός. Γύρω του πλήθος. Τα λεφτά πέφτουν βροχή. «Φεύγω εκστασιασμένος» μου λέει ο Πάνος, «και λίγο παρακάτω πέφτω πάνω σε μια αφίσα». Ο τυφλός ακορντεονίστας ήταν ένας μεγάλος σολίστ που έδινε δυο συναυλίες στο «Μέγαρο Μουσικής των Νέων». Sold out και οι δύο. «Και προφανώς», μου λέει ο Πάνος «θεώρησε υποχρέωσή του να παίξει μουσική στο δρόμο για όσους δεν πρόλαβαν να αγοράσουν εισιτήριο, ή δε είχαν τα χρήματα για να αγοράσουν.» «Μια μουσική αυτόφωρη», λέω εγώ και γελάμε, αλλ’ όχι ακριβώς…
Ιστορία δεύτερη: Οκτώβριος του 2007. Βρίσκομαι στο Βερολίνο, πρώτη φορά (και τελευταία μέχρι στιγμής), για ένα ραδιοφωνικό Φεστιβάλ. Χαμένος στο διάστημα. Έχω όμως μια διεύθυνση ή μάλλον ένα τηλέφωνο. «Θα πας να βρεις τον Θανάση» μου λέει άλλος αγαπημένος φίλος, ο Κώστας Σταυρίδης. «Μαζί με τον αδελφό του έχουν ένα καταπληκτικό μπαρ στο πρώην Ανατολικό Βερολίνο. Παιδιά πολιτικών προσφύγων, γεννήθηκαν στη Λειψία». Τηλεφωνώ. Άψογα Ελληνικά. Πηγαίνω. Μπαίνω σε μια απίστευτη μπαρούκλα. Τέτοιο μπαρ είναι αδύνατον να υπάρξει εδώ. Δεν μιλώ για διακόσμηση ή για ευφάνταστη μοντερνιτέ. Μιλώ για μια βαθιά διαφορετική κουλτούρα. Λέμε τα σχετικά συγκινημένα με τον Θανάση, τον Σάκη και χαζεύω το μπαρ. Το πιο σημαντικό στοιχείο του χώρου είναι τα δύο τεράστια παράθυρα, σαν να είναι ανοιχτό στην πόλη. Κάθε τόσο, σαν να περνάει μέσα σε ενυδρείο, περνάει το τραμ. Και μέσα, ενώ κόσμος, τραμ, νύχτα, περνούν κι όλο περνούν, παίζει ένα γκρουπάκι μια καταπληκτική μίνιμαλ τζαζ. Έτσι που στο τέλος να μην ξέρεις ποιος είναι ο κόσμος και ποιο το ενυδρείο.
Ξαναπηγαίνω. Ίδιο σκηνικό, άλλο γκρουπάκι, άλλη μουσική. Τρίτη φορά. Άλλο γκρουπάκι, άλλη μουσική.
«Τι γίνεται εδώ» ρωτάω το Θανάση. «Κάθε βράδυ έχουμε άλλους μουσικούς» μου λέει. «Δηλαδή;» «Τι δηλαδή. Κάθε βράδυ, εκτός από τα ρεπό, έχουμε άλλους μουσικούς». «Και πως τους βρίσκετε;» «Να αυτός» και μου δείχνει έναν μυστήριο που προφανώς, βλέπει, ακούει και επιλέγει, «Είναι τα μάτια μας και τα αυτιά μας». «Δεν σε ρωτάω ποιος τους βρίσκει, σε ρωτάω πως είναι δυνατόν να έχετε κάθε μέρα άλλους μουσικούς σ’ αυτό το επίπεδο;»
Τώρα είναι ο Θανάσης που απορεί. Και με κοιτάζει σαν να βλέπει εξωγήινο. «Στο Βερολίνο βρίσκεσαι, ρε Κώστα. Υπάρχουν 14.000 επαγγελματίες μουσικοί εγγεγραμμένοι στους καταλόγους». Σύνελθε. Αυτό δεν το είπε ο Θανάσης. Το είπα εγώ στον εαυτό μου. Το ξαναείπα όταν έμαθα ότι είναι τόσοι πολλοί οι μουσικοί στο Βερολίνο που δεν βρίσκουν χώρους να παίξουν και παίζουν στο δρόμο. Ή που απλώς παίζουν στο δρόμο γιατί τους αρέσει να παίζουν στο δρόμο. Στον ίδιο δρόμο που περπατούν αληθινοί άνθρωποι. Κι όποιος δεν το καταλαβαίνει, «Δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει». Κι ας μην είπε κουβέντα για τις συλλήψεις μουσικών του δρόμου στην – όχι και τόσο ερωτική – Θεσσαλονίκη, ο Διονύσης. Δε βαριέσαι… Έτσι κι αλλιώς η ποίηση υπερβαίνει τις προθέσεις του δημιουργού. Φαντάσου του νομοθέτη. Κυρίως του νομοθέτη συνειδήσεων.