Θα 'ρθει ο καιρός που θα χωράμε και ’μεις σ' αυτόν τον κόσμο

[ Ζήσης Ναούμ / Ελλάδα / 06.04.19 ]

Σ' όλα τα χωριά ένας τρελός, στο δικό μας ο Λάμπρος. Μόνο που δεν του κρέμαγαν ντενεκέδια οι πιτσιρικάδες, μήτε έβγαζε γλώσσα στους προύχοντες. Είχαν ν' ακούσουν την φωνή του από τότε... στην υποχώρηση, όταν τον έσπρωξε ο Γιαννάκος ο αδελφοποιητός του σ' ένα χαντάκι κι' έφαγε εκείνος το θραύσμα της οβίδας που του διέλυσε τον αστράγαλο. Έκατσε πίσω μαζί του. "Προχωρήστε εσείς, θα σας προλάβουμε καπετάνιο" είπε. Τους πρόλαβαν όμως τα ΛΟΚ. 
Ακολούθησαν ύστερα τα δέοντα. Ξύλο, ανάκριση, ξύλο, εξορία. Στο αντίσκηνο τους έβαλαν μαζί. Τον Γιαννάκο τον έδεσαν πρόχειρα στο πόδι, αλλά το θραύσμα έμεινε μέσα. Όταν ήρθαν να τον πάρουν για την υπογραφή, έπεσε πάνω του ο Λάμπρος να τον προστατέψει.
"Πάρτε εμένα να χορτάσετε ξύλο. Αυτό το έρμο θα σας μείνει στα χέρια δεν το βλέπετε;" Τον έσυραν στον ανακριτή. 
Άντεξε στο ξύλο, ούτε που τον ένοιαζαν οι βρισιές. Μητραλοίας, αρσενοκοίτης, μίασμα, εαμοβούλγαρος άγνωστες λέξεις γι' αυτόν. Όταν όμως ο ανακριτής είπε "Πάρτε τον πίσω και φέρτε μου τον άλλο" υπέγραψε την συμφωνία να μην πειράξουν τον Γιαννάκο του. Τον γιατροπόρεψαν του 'δωσαν και στολή κι ύστερα τον στείλανε στην σκηνή.
Μόλις μπήκε στο μισοσκόταδο, είδε τον αδελφοποιητό του σκεπασμένο με κουβέρτα ως το κεφάλι κι' ένα μπόγο με ρούχα στην γωνία της σκηνής. 
"Πως είσαι Γιαννάκο μου; Να δω έχεις πυρετό;" και τράβηξε την κουβέρτα να ξεσκεπάσει το κεφάλι. Μετά όλα έμειναν σαν όνειρο στο μυαλό του. Ο φαντάρος που ξεσκεπάστηκε και τον προσκάλεσε όλο νάζι να ξαπλώσει δίπλα του να τον ζεστάνει, οι υπόλοιποι που μπούκαραν στην σκηνή και τον έσπρωξαν πάνω στον μπόγο, κι ο μπόγος; 
Μέχρι να καταλάβει γέμισε αίματα κι άδειασε το μυαλό του. Βγήκε ουρλιάζοντας απ' την σκηνή σκίζοντας ταυτόχρονα τα ρούχα του, μέχρι που έμεινε ολόγυμνος. Κανείς δεν τον περιμάζεψε. Τον αρσενοκοίτη.
Τον Γιαννάκο τον έβαλαν σε τσουβάλι με κάμποσες πέτρες και τον φούνταραν στ' ανοιχτά. Τον Λάμπρο τον έστειλαν στο τρελάδικο. Ο δηλωσίας που κατακρεούργησε τον "φίλο" του. Αυτό είπαν, αυτό έμεινε.
Πέντε χρόνια στο ίδρυμα, μυρμήγκι δεν πείραξε. Τον άφησαν, γύρισε στο χωριό. Δεν ήξερε αλλού να πάει. Κανείς δεν τον περίμενε, καμιά πόρτα δεν άνοιξε. Σε μια καλύβα έξω απ' το χωριό μαζεύτηκε, καταραμένος έγινε ο τόπος ένα γύρο.
Όλο απόμερα πάει έκτοτε, κρατώντας μια βίτσα στο χέρι. Όταν περνάει κάνα σμάρι πουλιών πάνωθε του, σηκώνει σαν μαέστρος την βίτσα και δίνει Ρυθμό στο πέταγμά τους. Κάποιοι λένε τότε, πως τον έχουν δει να χαμογελά. Όταν πάλι έρχεται κάνας ξαφνικός αέρας κατά πάνω του, τον βιτσίζει βίαια αφήνοντας ακατάληπτες λέξεις.
Τα βράδια που έχει ολόγιομο φεγγάρι, βγαίνει από την καλύβα και ψάχνει την σκιά του.
Όταν την βρίσκει μπροστά είναι όλο παρακάλια "Στάσου Γιαννάκο μου, περίμενέ με τον δόλιο. Δεν βλέπεις που είμαι λαβωμένος;" Και ο αστράγαλος του αιμορραγεί. Όταν είναι πίσω του "Άντε Γιαννάκο μου βιάσου. Θα μας προλάβουν εκείνοι και θα μας αργάσουν τα κορμιά" και μπήγει τα νύχια του στο πρόσωπο.
Μόνο όταν βρίσκει την σκιά του στο πλάι απλώνει το χέρι του σαν σε χειρόπιασμα και πουθενά δεν αιμορραγεί. "Θα 'ρθει ο καιρός που θα χωράμε και μεις σ' αυτόν τον κόσμο" λέει. 
Άλλες βραδιές φέρνει ο αέρας αγριμιών ουρλιαχτά μες το χωριό. Αντραλεύονται τα ζωντανά και οι νοικοκυραίοι βγαίνουν με τα όπλα να προστατέψουν το βιος τους. Με τον καιρό συνήθισαν άνθρωποι και ζωντανά. Αυτά τα αγρίμια για ανθρώπου σάρκα είναι καλεσμένα. Κομμάτι- κομμάτι τους φιλεύει. Μάρτυρας το αίμα γύρω απ' την καλύβα μα ποιος να το δει; Στον καταραμένο τόπο δεν πατάει ανθρώπου ποδάρι....