Θέατρο δρόμου (σε σφηνάκι)

[ Μαρία Πεσλή / Ελλάδα / 13.11.18 ]

Βράδυ, στο δρόμο για το σπίτι. Γλυκά αποκαμωμένη, με ένα κάπως άδειο μυαλό μετά από καιρό, επιτυχία άσκησης σωματικής και κούρασης. Μπαίνω σε μαγαζί της γειτονιάς που κλείνει, να πάρω ένα δυο πράγματα. Βοηθώ αντανακλαστικά σχεδόν την ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια, παίρνοντας κάτι βαρύ απ’ τα χέρια της. Στο ταμείο μου πιάνει την κουβέντα. Αρχίζει με μια διάρρηξη που έγινε στο σπίτι της, πως την είχαν φιμώσει και παραλίγο να σκάσει και διάφορα γύρω από αυτό. Την παρατηρώ, ενώ ψάχνω δύο λόγια τρυφερά να πω, είναι γύρω στα 80, καλοστεκούμενη, με καλοδιατηρημένο πρόσωπο αλλά με ένα κάπως σκοτεινό, θλιμμένο βλέμμα κι ένα απροσδιόριστο χαμόγελο καθώς μιλάει. Η κουβέντα της δεν σταματά ούτε έξω απ’ το μαγαζάκι όπου με ακολουθεί αργά και σταθερά σε κάθε βήμα μου. Εκεί έξω, κάτω απ’ τη νεραντζιά στο πεζοδρόμιο, με προλαβαίνει πριν απομακρυνθώ με την ερώτηση: «ξέρεις τι θέλω πιο πολύ για τη ζωή μου;». Για να απαντήσει η ίδια, πριν καν προλάβω να σκεφτώ: «έναν καλό τάφο». Και να, τα δάκρυα βροχή στα μάγουλά της, λες και περίμεναν από καιρό την αφορμή… Ακολουθεί μικρή κουβέντα για τα νεκροταφεία της Αθήνας, της επαρχίας, μια σύγκριση τιμών, χώρων, υπηρεσιών...Εγώ αιφνιδιασμένη, ψάχνω ξανά τις λέξεις, κάτι να βρω να πω να την καλοκαρδίσω, να φύγουμε απ’ την κουβέντα αυτή, να ξεχαστεί, να πάω σπίτι μου κι εγώ. Ψελλίζω κάτι για την ηλικία της, πόσο καλά δείχνει και πριν προλάβω να σκεφτώ πως θα τελειώσω αυτό που άρχισα, φωτίζεται μισοφιλάρεσκα το πρόσωπό της κι αρχίζει μια ιστορία για το Μικρασιάτη τον πεθερό της που κι αυτός μικρόδειχνε, για τα καλούδια που ‘φερνε ο άντρας της στο σπίτι, τα τραπεζώματα με συγγενείς και φίλους και πως το οικογενειακό χαμάμ που είχαν για χρόνια πάνω απ’ το μαγαζί, ήταν πηγή χαράς και ευεξίας. Κι όπως ταξίδευα στα αλλοτινά της χρόνια με τα Σμυρναίικα γλυκά και το χαμάμ, εκεί κάτω απ’ την ίδια νεραντζιά, ανυποψίαστη κι αθώα με βρήκε η δεύτερη ερώτηση – απάντηση - λογύδριο – της συμφοράς και της απόγνωσης (δικής μου) για το ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδας που άκουγε ολημερίς στο μαγαζί, αντί του Πειραιά που είχε πρόσκαιρα κλείσει ως αντίδραση στον ΣΥΡΙΖΑ (που τώρα θέλει να καταστρέψει την Εκκλησία (σε συνεργασία με τον κομμουνιστή Ιερώνυμο (αλλά οι μάχιμοι πιστοί θα αποτρέψουν (γιατί όπως κι αυτή είναι ορκισμένοι ( και άλλα πολλά ανήκουστα μέχρι να καταλήξει στο «Τσιράκι του Χριστόδουλου είμαι και μετά θάνατον», επί λέξει… Στο πρόσωπό της μια λάμψη εξωπραγματική από το πάθος και την έξαψη, μ ένα χαμόγελο που τόνιζε τα μήλα της, νωπά, γυαλιστερά ακόμα από τα δάκρυα… Γκροτέσκα... Για μια στιγμή την είδα να διαδηλώνει φανατισμένη κατά των ταυτοτήτων… Έφυγα πριν την αντιπαθήσω. Ήταν πολύ αργά έτσι κι αλλιώς. Για εκείνη στα 80 της και για μένα νυχτιάτικα. Ήρθε στο νου μου σήμερα κάποιες φορές. Κράτησα μόνο την ανθρώπινη κατάσταση. Θεατρική πράξη από μόνη της. Από το δράμα στην κωμωδία και τούμπαλιν, σε λιγότερο από 20 λεπτά…