Η ωμοφάγα μάνα του Τενεσή Ουίλιαμς

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 13.05.18 ]

Αν κατακλυστεί το διαδίκτυο σήμερα  με αφορμή τη «γιορτή της μητέρας» από ρομαντικές -για να μην πω μελιστάλαχτες- αφιερώσεις για το Πρόσωπο της μάνας -κυρίως ως Ιδέας- και λιγότερο ως ύπαρξης αυθεντικής, ας μείνει κι ένα τόσο δα περιθώριο για τη μάνα- αντι-ιδέα,  για τη σαρκοβόρα μάνα, που τόσο ωραία μας δίδαξε θεατρικά ο Τενεσή Ουίλιαμς , και όχι μόνο!

Και γιατί αυτό; Θα αναρωτηθεί κάποιος. Γιατί η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα ίσως. Και γιατί επίσης, όταν μια ιδέα γίνεται στερεότυπο, ξεκινούν λάθη πολλά. Και επειδή εν τέλει, η μάνα είναι άνθρωπος και όχι μνημείο.

Στο πρόσωπο της μάνας του Αμερικάνου θεατρικού συγγραφέα, σχεδόν σε όλα του τα έργα, παρουσιάζονται πολλά από  εκείνα τα στοιχεία που κάθε γυναίκα θα ’πρεπε να έχει κατά νου, όταν αποφασίσει να πάρει αυτό το ρόλο. Εκ του αντιθέτου βέβαια. Όλα τα στοιχεία αποφυγής εν ολίγοις.

«Η μάνα του Τενεσή», με αποκορύφωμα την κυρία Βενάμπλ, στο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», αγαπά το παιδί-προέκταση, με έναν καθαρά αρρωστημένο τρόπο. Ακριβώς δηλαδή σαν προέκταση της ίδιας, κι όχι σαν μια αυθύπαρκτη, δηλαδή αυτόνομη προσωπικότητα. Εδώ το φροϋδικό οιδιπόδειο, δεν κόβεται ποτέ. Το παιδί -γιος στη συγκεκριμένη περίπτωση- είναι ο δρόμος της πραγματοποίησης, των δικών της ονείρων και επιθυμιών, του δικού της παραληρηματικού  μεγαλοϊδεασμού .

Και ακριβώς -ίσως και για να τονιστεί αυτή η παθογένεια- όλο αυτό το συνταραχτικό μονόπρακτο, εκτυλίσσεται σε ένα σκηνικό τεχνητής ζούγκλας, του κήπου της κυρίας Βενάμπλ, όπου τα καλλιεργούμενα φυτά, είναι σαρκοβόρα, εντομοφάγα. Διόλου τυχαία(;), αυτή με τον γιο-ποιητή, ταξιδεύουν ως ένα αδιασάλευτο-ντουέτο, ειδικά στα νησιά Ενκατάδας για να δουν εκ του σύνεγγυς όρνεα να κατασπαράσσουν νιογέννητες χελώνες, πριν καν αυτές μπορέσουν να κάνουν τα πρώτα τους αβέβαια βήματα στη ζωή.

Και όταν τελικά, ο γιος ο υπέρτατος, ο ποιητής, «αγνός»(!) , όπως διατείνεται υπερήφανη η μητέρα του, αποτολμήσει το πρώτο ταξίδι δίχως τη μητέρα-ταγό στο πλευρό του, παρά με τη δυστυχισμένη εξαδέλφη Κάθρην, το έγκλημα, πρέπει, οφείλει τουλάχιστον, να ολοκληρωθεί! Ο γιος που όπως διατείνεται η μητέρα, χωρίς αυτήν στο πλευρό του χάνει κάθε έμπνευση και είναι ένα μηδέν, κατασπαράσσεται από μικρούς «ιθαγενείς» Μεξικάνους, που τρελαμένοι από την ανέχεια και την πείνα, βρίσκουν στην εκλεπτυσμένη σάρκα του Σεμπάστιαν, το τέλειο έδεσμα. Βέβαια η μητέρα, αλλοίμονο, ποτέ δε θα παραδεχτεί το ανόσιο τέλος του εκλεκτού παιδιού της. Γι αυτό, όπως και για την παντελή έλλειψη έμπνευσης εκείνο το μοιραίο, τελευταίο καλοκαίρι, φταίει μονάχα μια. Αυτή που αποτόλμησε να μοιραστεί μαζί του όσα μέχρι τώρα «δικαιούταν» η ίδια. Μια άλλη γυναίκα. Κι επομένως αυτή τώρα πρέπει να πληρώσει για το ανόσιο ψέμα της σχετικά με το θάνατο του παιδιού της. Με τον εγκλεισμό της στο ψυχιατρείο φυσικά.

Όσο σουρεαλιστικό φαίνεται το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», όσο αρρωστημένη η σύλληψή του, άλλο τόσο πραγματικό και άρρωστο είναι αυτό, όταν  συναντάμε το ίδιο σενάριο, με διάφορες διαβαθμίσεις βέβαια, στην πραγματική ζωή. Αντικατοπτρίζοντας ίσως και προσωπικά βιώματα, ο συγγραφέας μας προσφέρει στον υπερθετικό βαθμό -ναι-, αλλά συγχρόνως στον υπαρκτό κόσμο, το «νόημα» της σχέσης που δημιουργείται, ανάμεσα στη μητέρα, που η μοναδική της «τροφή» είναι αυτό που θεωρεί ως δικό της δημιούργημα, και το παιδί που αφήνεται στις δικές της επιθυμίες και όνειρα. Με τη σειρά του δε, το παιδί, δηλαδή το «δημιούργημα», εκδικείται με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο την ωμοφάγα μητέρα. Εκτελώντας απλώς την επιθυμία της. Παραμένοντας για πάντα το έδεσμά της και μη συναντώντας ποτέ τη δική του προσωπική πορεία.