Η Χάνα Άρεντ και το τικ τακ της βόμβας

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 14.10.17 ]

Η Γιοχάνα «Χάνα» Άρεντ γεννήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 1906 στο Ανόβερο της Γερμανίας και μεγάλωσε στο Κένιχσμπεργκ (νυν Καλίνινγκραντ Ρωσίας). Στα 16 της επιδόθηκε στη μελέτη των έργων του Καντ, του Γκαίτε και του Κίρκενγκαρντ και μετά την αποφοίτησή της από το γυμνάσιο του Κένιχσμπεργκ, άρχισε σπουδές θεολογίας και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μαρβούργου. Εκεί γνώρισε τον φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ με τον οποίο είχαν ένα σύντομο ειδύλλιο. Σπούδασε ακολούθως στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, πλάι στον ψυχίατρο και φιλόσοφο Καρλ Γιάσπερς.

Το 1929, η Άρεντ παντρεύτηκε τον εβραίο φιλόσοφο Γκίντερ Στερν, ολοκλήρωσε τη διδακτορική διατριβή της με θέμα την ιδέα της αγάπης στη σκέψη του Αγίου Αυγουστίνου και μετακόμισε στο Βερολίνο. Η άνοδος των Ναζί στην εξουσία και η κορύφωση του αντισημιτισμού στη Γερμανία την έστρεψαν στον πολιτικό ακτιβισμό, ενώ το θεωρητικό της ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στη μελέτη της ανόδου των ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Το 1933 συνελήφθη από την Γκεστάπο, στην προσπάθειά της να συλλέξει στοιχεία που αποδείκνυαν την αντισημιτική προπαγάνδα του γερμανικού κράτους. Μετά την απελευθέρωσή της απέδρασε και βρήκε καταφύγιο στο Παρίσι, όπου εργάστηκε για τη σωτηρία των Εβραιόπουλων από το Γ' Ράιχ και την ασφαλή μεταφορά τους στην Παλαιστίνη.

Το 1940, αφού εξασφάλισε το διαζύγιο από τον πρώτο της σύζυγο, παντρεύτηκε τον μαρξιστή Χάινριχ Μπλίχερ. Όταν λίγο αργότερα η Βέρμαχτ εισέβαλε στη Γαλλία, η Άρεντ βρέθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην πόλη Γκουρς, από όπου απέδρασε, και το 1941, μαζί με τον σύζυγό της, κατάφεραν να φτάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί έγραψε μεταξύ άλλων τα βιβλία «Η ανθρώπινη κατάσταση» (όπου έκανε τη διάκριση της εργασίας: σε εργασία της ανάγκης(άχθους) και σε δημιουργική εργασία) και το βιβλίο «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: η κοινοτοπία του κακού» (1963), με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστή. Η Άρεντ είδε μία άλλη εικόνα του Άιχμαν. Στο πρόσωπό του δεν διέκρινε έναν φανατικό διψασμένο για αίμα, αλλά έναν γραφειοκράτη, που ήθελε να ευχαριστήσει τους ανωτέρους του. 

Ενδιαφέρον όμως έχει και η ερμηνεία της Άρεντ για την εξέγερση των νέων στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1960.

«Ενώ ο Μέηλερ αναφέρει ως αιτία της εξέγερσης της δεκαετίας του 1960 την αντιεξουσιαστική στάση των νέων των προαστίων και των γκέτο, που προέκυψαν από το μεγάλο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης στις ΗΠΑ, η Χάνα Άρεντ θα αναζητήσει αλλού την αιτία, κάνοντας τη διάκριση μεταξύ βίας και δύναμης[1]. Εδώ αμβλύνονται τα χαρακτηριστικά του προτεσταντικού Θεού ως απόλυτης δύναμης, που ισοδυναμεί με βία, και προτείνεται ένας Θεός της σχετικής, της ήπιας δύναμης, που ο Λόγος του παράγεται και αναπαράγεται μέσω της διαβούλευσης και του διαλόγου στους δημόσιους χώρους.

Η φοιτητική εξέγερση, ανήκει σύμφωνα με την Άρεντ «στα απροσδόκητα γεγονότα αυτού του αιώνα» (σ.σ. του 20ου) και έδωσε ένα μάθημα σχετικά με τα όρια της χειραγώγησης που ασκείται μέσω της τηλεόρασης, της διαφήμισης και των άλλων μέσων ψυχολογικής πίεσης ή διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Η έννοια «απροσδόκητο», που χρησιμοποιεί η Άρεντ δεν είναι τυχαία, αλλά εμπίπτει στη βασική έννοια του Πραγματισμού, που είναι η «απροσδιοριστία». Η αιτία της ανάφλεξης του φοιτητικού κινήματος οφειλόταν κατά τη γνώμη της Άρεντ στο γεγονός ότι η τεχνολογική πρόοδος οδηγεί στην καταστροφή, ότι οι επιστήμες που διδάσκονταν στη γενιά του 60 ήταν ανίκανες να αναστρέψουν τις καταστροφικές συνέπειες της εφαρμογής τους. Ο φόβος του πυρηνικού ολέθρου που υπήρχε καθ’ όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, ο φόβος μιας γενιάς που δεν έχει μέλλον και ακούει «το τικ τακ της βόμβας», ο τρόμος μπροστά στην Αποκάλυψη που βρίσκεται επί θύραις είναι η αιτία της αντίδρασης των φοιτητών. «…Το απλό γεγονός ότι η τεχνολογική πρόοδος, σε τόσες περιπτώσεις, οδηγεί κατευθείαν στην καταστροφή, ότι οι επιστήμες… όχι μόνο φαίνονται ανίκανες να αναστρέψουν τις καταστροφικές συνέπειες της δικής τους τεχνολογίας, αλλά έχουν φθάσει σε ένα στάδιο της εξέλιξής τους όπου ‘’τίποτα στο διάβολο δεν μπορείς να κάνεις που να μην μπορεί να μετατραπεί σε πόλεμο’’» θεωρείται από την Χάνα Άρεντ ως ο βασικός λόγος του ξεσηκωμού εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Οφείλουμε εδώ να επισημάνουμε αφ’ ενός ότι όλα «μετατρέπονται σε πόλεμο» και αφ’ ετέρου τα όρια που θέτει η Άρεντ στη δύναμη της τηλεόρασης, καταδεικνύοντας έτσι και την υπερβολή του Πόστμαν στις απεριόριστες δυνατότητές της αλλά και την αδυναμία της Αριστεράς να κατανοήσει την αμερικανική κοινωνία και να υπερβεί τον μυστικισμό της. Αυτό φαίνεται και από την πρόβλεψη της «μαύρης Αριστεράς» για τις νέες τεχνολογίες, που όμως δεν επικράτησε στο όλο αριστερό κίνημα που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1960.

Ο Μέηλερ κάνει τη διάκριση μεταξύ «μαύρης» και «λευκής» (ή νέας) Αριστεράς, σημειώνοντας ότι η πρώτη από ένστικτο περισσότερο αντιμετώπιζε με επιφύλαξη την αυτόματη αποδοχή της νέας τεχνολογίας από τη νέα Αριστερά. Τελικά, μόνο οι μαύροι ήταν επιφυλακτικοί απέναντι στις νέες τεχνολογίες, αλλά κι αυτοί εντελώς διαισθητικά. Η νέα Αριστερά σύμφωνα με τον Μέηλερ έτεινε να αποδεχθεί την «τεχνολογική χώρα» υπό τον όρο της διοικητικής αυτονομίας της από την «επιχειρηματική χώρα». Όμως η «μαύρη Αριστερά» «έτρεφε κάποια αόριστη πρωτόγονη διαίσθηση πως η χώρα της τεχνολογίας και η επιχειρηματική χώρα μπορεί και να ταυτίζονταν». Γενικά, η Αριστερά δεν μπόρεσε να προείδει τη νέα θετικιστική λατρεία της προόδου μέσω των νέων τεχνολογιών.

Αντίθετα με τον Μέηλερ, η Χ. Άρεντ θεωρεί ότι η φοιτητική εξέγερση του 60 εξύμνησε τη βία με τη ρητορική του Φανόν και θεωρητικά επιχειρήματα από ένα συνονθύλευμα κάθε είδους «μαρξισμών» που δεν είχαν καμιά σχέση με τον Μαρξ. Από πεποιθήσεις δηλαδή που εκκινούσαν από τη ρήση του Μάο Τσε-Τουνγκ ότι «η δύναμη απορρέει από την κάνη ενός όπλου» έως τις δηλώσεις του Σαρτρ ότι «η ασυγκράτητη βία... είναι ο άνθρωπος που αναδημιουργεί τον εαυτό του» (αντίθετα με την ειρηνική προτεσταντική «αναγέννηση» του ανθρώπου) και ότι μέσω της «μανιασμένης παραφοράς» οι κολασμένοι της γης μπορούν «να γίνουν άνθρωποι». Η προσέγγιση συνεπώς της Άρεντ είναι περισσότερο ευρωπαϊκή και αποτυπώνει την όσμωση της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής ελιτίστικης αριστεράς. Για τον Μαρξ, όμως, ο ρόλος της βίας και γενικά ο ανθρωπολογικός παράγοντας δεν ήταν παρά δευτερεύων, καθώς δεν είναι η βία αλλά οι εγγενείς αντιφάσεις της παλαιάς κοινωνίας που θα επέφεραν το τέλος της. Αυτός όμως ο μαρξιστικός ντετερμινισμός ήταν απόλυτα συμβατός με τον προτεσταντικό ντετερμινισμό και γι’ αυτό απορριπτέος. Επιπροσθέτως, σε πολιτικό επίπεδο, ο χαρακτήρας της εξέγερσης βρισκόταν σε πλήρη αναντιστοιχία με την μαρξιανή του ρητορική αφού σε καμιά περίπτωση οι «ανιδιοτελείς αγωνιστές» δεν απετέλεσαν την «εμπροσθοφυλακή» της εργατικής τάξης, αλλά αντίθετα οι αγροτικής καταγωγής φτωχοί νέοι του Νότου που στρατεύθηκαν στον πόλεμο θεωρήθηκαν «εχθροί». Το μόνο θετικό αίτημα του κινήματος ήταν «η συμμετοχική δημοκρατία». Γενικά, η αμερικανική αριστερά έπεσε στην παγίδα της μετάθεσης της κεντρικής σύγκρουσης στην περιφέρεια και στο γνωστό «εμφύλιο των κάτω».

Η Χ. Άρεντ δεν αρνείται ότι σε ορισμένες περιστάσεις «η βία -το να ενεργεί κανείς χωρίς επιχειρήματα ή λόγια και χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες- είναι ο μόνος τρόπος να ισορροπήσει ξανά η πλάστιγγα της δικαιοσύνης», δεν αρνείται την οργή και τη βία ως «φυσικά» ανθρώπινα πάθη, ως «συγκινήσεις» που η εξαφάνισή τους θα σήμαινε την απανθρωποποίηση και τον ευνουχισμό, εκείνο που επισημαίνει είναι ο αντιπολιτικός χαρακτήρας τους. Πολύ περισσότερο, η βίαιη αντίδραση των φοιτητών κατά της υποκρισίας και του κόσμου «του φαίνεσθαι» δεν είναι ανορθολογική αλλά χάνει το λόγο ύπαρξής της και γίνεται ανορθολογική τη στιγμή που νομίζει ότι «εξορθολογίζεται», όταν δηλαδή αποκτά στρατηγική και σκοπούς και ο αγώνας μετατρέπεται «σε δράση για το κυνήγι υπόπτων, συνοδευόμενο από το ψυχολογικό κυνήγι των απώτερων κινήτρων». Η Άρεντ ψυχανεμίζεται τον «εμφύλιο», την πολυδιάσπαση (αποσυσσωμάτωση) ως «κυνήγι υπόπτων», αλλά μέχρι εκεί.»

[1] Αρχικά στο βιβλίο της «Η Ανθρώπινη Κατάσταση» και στη συνέχεια στο βιβλίο «Περί Βίας» (On Violence) το 1969 

Πηγή Homo Americanus (2008, Καστανιώτης)