Η τελευταία απελπισία
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 29.05.18 ]Χρόνια παλεύοντας με τη μοναξιά του ο Κυρ Θεόφιλος. Στο αφάλι του μεσημεριού θα τον εύρεις μαρμαρωμένο σ’ ένα στενό μπαλκόνι ισογείου στη Δραπετσώνα. Σ’ ένα βαρέλι κρασί τις μέρες του να πνίγει, και το κορμί του όλο μια θύμηση να θαλασσοδέρνεται στ’ ανοιχτά του Μαρμαρά. Λέξεις σπασμένες μασουλά με τη μασέλα του. Για τη ζωή του που κατάντησε μια αβάσταχτη εκκρεμότητα στα γκρεμισμένα τείχη. Και οι ανυποψίαστοι γείτονες τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του.
Τον χρόνο μετρά, ανοίγει τα κατάστιχα και στοχάζεται: Παλαιολόγους, Νικηταράδες, Βελουχιώτηδες, Καραολήδες, Μπελογιάννηδες, Λαμπράκηδες... Το αίμα μελετά. Πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα. Βαρύς ο καημός στους ώμους του, δίχως αποχρώντα οχυρώματα, να τον βαστάξει. Βράχος αυτός -τα κύματα δαμάζει.
Κι έτσι καθώς τον βλέπω στου χρόνου τα χάσματα τράκα να κάνει ένα τσιγάρο απ’ τους περαστικούς, μου φαίνεται ο τελευταίος των Γραικών. Που αντικρίζοντας στου Βοσπόρου τα νερά, τον εξάδελφο βασιλέα, τη ζωή του σε κίνδυνο να βάζει, σώμα με σώμα πολεμώντας, έκραξε μετά κλαυθμού μεγαλοφώνως: καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω. Ως απλός ανώνυμος στρατιώτης ο εξάδελφος. Κείμενος μεταξύ μυρίων άλλων νεκρών.
Και ο Κυρ Θεόφιλος, ξέμπαρκος πια τον 21ο αιώνα, ντυμένος τα πετσιά του, διά της μνήμης τελεί εισέτι Γραικός. Ένας μικροαστός συνταξιούχος που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο μπαλκόνι ενός ισογείου στη Δραπετσώνα. «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω».
Ξημερώνει Ιούνιος θεριστής.