Στις 12 Σεπτέμβρη 1981 εμφανίστηκε και στην Ελλάδα, ο Ιρλανδός τραγουδοποιός Ρόρι Γκάλαχερ. Η συναυλία έγινε στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Και τα επεισόδια που ακολούθησαν ήταν πρωτοφανή.
Από καταγραφείς του γεγονότος μαθαίνουμε ότι η είδηση της συναυλίας είχε προκαλέσει τεράστιο ενθουσιασμό: «... τα νέα της συναυλίας του Rory Gallagher κυκλοφόρησαν από στόμα σε στόμα σε όλα τα σχολεία, τα προαύλια, τα φροντιστήρια, τις καφετέριες, στα ηλεκτρονικά, τις πλατείες, τους παράνομους ραδιοφωνικούς σταθμούς στα FM… και το όνομα του έγινε Θρύλος. Γραφόταν σε τοίχους, σχολικές τσάντες, θρανία, φοιτητικές εστίες, ΠΑΝΤΟΥ. ... Ο Rory ήταν ο μόνος καλλιτέχνης που η μουσική του συσπείρωνε και ήταν σεβαστός από όλους τους νέους ανεξαρτήτως `φυλής` που ανήκαν. Φρικιά, χεβυ μεταλλάδες, πανκιά, μοϊκανοί, new wave, φλώροι, καρεκλάδες κλπ. Tα τραγούδια του Shadow play, Philby, Follow me, Moonchild, παιζόντουσαν σε όλα τα πάρτι, τις κοπάνες, τις ντισκοτέκ. Η αμεσότητα των στίχων του ήταν ντυμένη με κιθαριστικές συγχορδίες της ισόβιας αγαπημένης του (σχεδόν λιωμένης από το παίξιμο κιθάρας) Fender Stratocaster.
Ο Ρόρι Γκάλαχερ λοιπόν, ο μακρυμάλλης κιθαρίστας από το Μπαλισάνον της Ιρλανδίας που συνέπαιρνε τα πλήθη με τα ανεπανάληπτα σόλο της Στρατοκάστερ του, θα πάταγε ελληνικό έδαφος για να δώσει δύο μοναδικές συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Πιτσιρικάκι ακόμα στο Κορκ, άκουγε στο ράδιο τους ήχους των Έλβις Πρίσλεϊ, Μπάντι Χόλεϊ, Τσακ Μπέρι και φυσικά του ειδώλου του, Μάντι Γουότερς, με συνέπεια να γονιμοποιηθεί ένα ταλέντο που στα 24 του χρόνια να θεωρείται ένας από του πιο χαρισματικούς κληρονόμους της παράδοσης των αφροαμερικανικών μπλουζ.
Αρχικά ως ηγέτης των Taste και μετά μέσω μιας δεκαετίας σόλο καριέρας, ο Γκάλαχερ πρόλαβε να εδραιωθεί σαν μια από τις κορυφαίες ηλεκτρικές κιθάρες της εποχής πριν γίνει 30 ετών, και να θεωρηθεί ακόμα ως η «λευκή βερσιόν» του αξεπέραστου Τζίμι Χέντριξ.
Η παρουσία του δύο χρονιές μέσα στα seventies, στο κορυφαίο φεστιβάλ του Μοντρέ, απλώς επιβεβαίωνε την τεράστια αξία του. Εκείνο όμως που τον καθιστούσε πραγματικά σπουδαίο στα μάτια των ανθρώπων, ήταν η αγάπη του για τη μουσική και όχι για το χρήμα.
Φανταστείτε λοιπόν μια ελληνική κοινωνία που όταν λάβαινε χώρα το Woodstock εκείνη βογκούσε κάτω από το βάρος της δικτατορίας, με τι πάθος ανέμενε την κοσμοϊστορική γι’ αυτήν συναυλία ενός ζωντανού θρύλου της χαρντ ροκ μουσικής και των μπλουζ.
Την εποχή εκείνη η Ελλάδα βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν προ των πυλών της εξουσίας και η λέξη «Αλλαγή» κυριαρχούσε στα χείλη όλων. Η προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη ήταν μάταιη. Έδιναν ένα αγώνα εκ των προτέρων χαμένο.
Η περίφημη, λοιπόν, σοσιαλιστική «Αλλαγή» που διαχεόταν στην ατμόσφαιρα λόγω της επικείμενης ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, επέτεινε την επιθυμία του κόσμου να δώσει μαζικά το «παρών» στο σόου του Ρόρι. Τα δισκοπωλεία Music Corner, Happening όπως και άλλα ακόμα κατακλύστηκαν από ορδές που «διψούσαν» για ένα εισιτήριο.
Στην περιοχή, το κλίμα μύριζε μπαρούτι ευθύς εξ’ αρχής αφού ο παροξυσμός του πλήθους και της νεολαίας ανησυχούσε τις δυνάμεις καταστολής, που χάζευαν εκατοντάδες άτομα να σουλατσάρουν ασθμαίνοντας γύρω από το γήπεδο ψάχνοντας την ευκαιρία για ένα επιτυχημένο ντου.
Όπως είχε πει κι ο ίδιος ο Ιρλανδός καλλιτέχνης σε συνέντευξή του: «Έλεγαν ότι περίμεναν 15.000 άτομα, σοβαρολογώ. Εγώ απάντησα ‘Θα πρέπει να αστειεύεστε!’ Δεν μπορούσα να καταλάβω πως θα γινόταν αυτό, αλλά κατέληξαν να είναι τελικά διπλάσιοι».
Ήταν μια ζεστή φθινοπωρινή βραδιά, λίγο μετά τις 9 το βράδυ, όταν ο Γκάλαχερ ανέβηκε στη σκηνή πλαισιωμένος από τουςΤζέρι Μακ Αβόυ (μπάσο) και Μπρένταν Ο' Νιλ (ντραμς), με τους περίπου 40.000 θεατές που βρέθηκαν -με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο- στις εξέδρες του «Νίκος Γκούμας» να απολαμβάνουν ζωντανά έναν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της ροκ, που βρισκόταν στην κορυφαία ίσως εποχή της καριέρας του.
Πολλοί θαυμαστές του δεν δίσταζαν να ανέβουν στη σκηνή εν ώρα συναυλίας για να αγγίξουν το ίνδαλμά τους και να του εκφράσουν την αγάπη τους. Οι άνδρες ασφαλείας είχαν πολύ δουλειά.
Ο Ρόρι ξεκίνησε με το «Shinkicker» από το άλμπουμ του Photo-Finish, και αφού ευχαρίστησε τον κόσμο για την υποδοχή λέγοντας παράλληλα κάποιες κουβέντες σε γκρίκλις: «Εντά-κσει, Λέγκε!», βάλθηκε να απογειώσει την κερκίδα.
Το «Moonchild» έκανε τη Στρατοκάστερ του Ιρλανδού να εκπέμπει φλόγες, με το μενού να περιλαμβάνει επίσης κομμάτια των Τσακ Μπέρι και Μάντι Γουότερς, όπως έπραττε στα περισσότερα Live του ο Γκάλαχερ, αποδίδοντας έτσι φόρο τιμής στους μέντορές του.
Στις εξέδρες και το χορτάρι το κοινό παραληρούσε, ενώ κάποιοι μάλιστα δεν δίστασαν να σκαρφαλώσουν στη σκηνή που βρισκόταν ο Ρόρι και η μπάντα του. Ο κιθαρίστας από το Κορκ τραγούδησε επίσης δύο από τα σπουδαιότερα κομμάτια του, το«Tattoo ‘d Lady» και το «A Million Miles Away».
Ο Ρόρι αφηγείται
Ο πανζουρλισμός εντός του γηπέδου και οι απανωτές προσπάθειες ανθρώπων που δεν είχαν εισιτήριο για να εισέλθουν στο χώρο της συναυλίας, πανικόβαλαν τις δυνάμεις ασφαλείας που απέδειξαν ότι ήταν πραγματικά ανίκανες να χειριστούν τέτοιες καταστάσεις.
«Ήταν μια σπουδαία παράσταση πιστεύω, ωστόσο ξαφνικά η αστυνομία είχε κάποιες δυσκολίες με τον κόσμο και τα πράγματα χειροτέρεψαν μετά το encore (σ.σ. το λεγόμενο μπιζάρισμα).
«Έβλεπα καπνούς στην πίσω πλευρά του σταδίου, καθώς καίγονταν εστιατόρια μαγαζιά στους δρόμους έξω από αυτό. Νόμιζα ότι οι αρχές είτε δεν άφηναν τον κόσμο να μπει μέσα είτε ήδη είχαν μπει πάρα πολλοί, όπως και να ‘χει η αστυνομία κατέφθασε και άρχισε να ρίχνει δακρυγόνα. Ήταν η πιο τρομακτική συναυλία που έχω κάνει. Δεν μπορούσα να δω μπροστά μου» είπε ο Ρόρι για όσα συνέβησαν πάνω στη σκηνή, σε συνέντευξη του στον Λίαμ Φέ
«Όταν επιτέλους φτάσαμε στα παρασκήνια, υπήρχε τόση σύγχυση που δεν ξέραμε ποιος θα μας προστατέψει και ποιος θα μας επιτεθεί. Εκεί βρίσκονταν και κάποιοι τύποι με αστυνομική στολή που έδειχναν πολύ απειλητικοί. Όλα αυτά έμοιαζαν με έναν εφιάλτη, όλοι μας τρέμαμε και δακρύζαμε ασταμάτητα».
«Μπήκαμε, λοιπόν, στα γρήγορα μέσα σ' ένα αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε να πάμε στο ξενοδοχείο. Στην πορεία, όμως, μείναμε από βενζίνη κι έτσι βρεθήκαμε μέσα στη δίνη των επεισοδίων, με τα δακρυγόνα να μας έχουν τσακίσει και να είμαστε υποχρεωμένοι να γυρίσουμε με τα πόδια.»
«Η παράσταση αυτή καθ’ αυτή ήταν σπουδαία, αλλά ήταν πολύ τρομακτική. Δεν ήθελα να πεθάνω σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο στην Ελλάδα χωρίς μάλιστα να ξέρω καν το λόγο…».
Με αυτά τα λόγια έχει περιγράψει ο ίδιος ο Ιρλανδός την ταραχώδη ομολογουμένως εμπειρία του, εκείνο το φθινοπωρινό βράδυ στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Η αστυνομία, πέραν όλων των άλλων άρχισε να βαράει στο ψαχνό πριν βγει ακόμα ο κλαίων -από τα δακρυγόνα- κόσμος από το στάδιο και με τη λήξη της συναυλίας η ένταση κλιμακώθηκε στον περιβάλλοντα χώρο του «Νίκος Γκούμας» και στα στενά των γειτονιών μέχρι τον Περισσό.
«Οι ροκάδες τα σπάσανε»
Τα σύνδρομα εσωστρέφειας και κλειστοφοβίας στην κοινωνία της εποχής είχαν ως αποτέλεσμα την επόμενη μέρα πρωτοσέλιδα όπως «Οι ροκάδες διασκεδάζουν και επιτίθενται» ή «Κάηκε η Νέα Φιλαδέλφεια από τους ροκάδες».
Τα γεγονότα στην πρωτεύουσα οδήγησαν σε σκέψεις ακύρωσης της δεύτερης παράστασης στη Θεσσαλονίκη, όμως κάτι τέτοιο αποφεύχθηκε και στο «Παλέ ντε Σπορ» τα πράγματα κύλησαν πολύ πιο ήρεμα απ’ ότι στο «Νίκος Γκούμας». Εξάλλου, η συναυλία της Αθήνας κυκλοφόρησε και ως bootleg στην αγορά, με τίτλο «Live in Athens».
Πληροφορίες: Μηχανή του χρόνου, http://lolanaenaallo.blogspot.com