Η συνάντηση

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 05.02.19 ]

Την πρωτοσυνάντησε στο δυαράκι της λεωφόρου. Κι αν δεν καιγόταν για τα θαλασσιά μάτια του κανακάρη της τόσο πολύ και τόσο πρωτόγνωρα, θα την είχε «κάνει».

Γιατί τα μάτια της Διαμαντούλας δεν αστειεύονταν. Πίσω από τους μυωπικούς φακούς –κατάλοιπο της πολύωρης δουλειάς της στα μικροσκόπια στην Ινερμετάλ στη Γερμανία, όπως της είπε αργότερα- το βλέμμα της έμοιαζε να σκανάρει την κάθε ίντζα του παρουσιαστικού της. Μπαινόβγαινε για να την τρατάρει σα  νιοφερμένη που ήταν. Στην ουσία όμως, για να την κατατάξει.

Όταν  έφυγε από το διαμέρισμα, ήξερε πως είχε πάρει έγκριση. Όχι ότι δεν της έφτανε η προ πολλού έγκριση του γαλανομάτη. Αλλά και της μάνας του, ήταν ένα συν στην ιστορία τους.

Με αυτό τον τρόπο μπήκε η κυρά Διαμάντω στη ζωή της.

………………………………………………………………………..

Κοντά τριάντα χρόνια μετά, σε μια ηπειρώτικη αετοφωλιά, τέρμα θεού, σύνορα μ’ Αλβανία, μια κομπανία συγγενών και χωριανών, μαζεύτηκαν να τη συνοδέψουν σ’ αυτό που λένε για τελευταίο σπίτι. «Μπρούφες και μπολοφίγκες»! Που θα ’λεγε η άλλη βάβω η πρωτύτερη, η Αγγέλω, η μάνα της Διαμαντούλας. «Κλάψε, χούγιαζε! Αγέρας είμαστανε κι αγέρας θα γενούμε!» Αλλά ελόγου της αναπαυότανε κάτι χρονάκια, στης Παναγιάς τη ράχη. Κι ας μην την ένοιαζε να σκορπιστεί το κουφάρι της στα όρνια και στα σκυλιά.

Η κυρά Διαμάντω όμως, είχε δώσει σαφείς οδηγίες: «Θα με πάτε κοντά στον άντρα μου στον πατέρα σας! Μην τύχει και μ’ αφήκετε σε ξένον τόπο!»

Κι ας είχε φάει τα νιάτα της στη λεωφόρο.

…………………………………………………………………………………..

Χλωμή και παγωμένη την κοιτούσε στον ύπνο της. Μέσα στη στολή που είχε η ίδια επιλέξει για τελευταία της. Κλειστά τα μάτια, και τα χέρια σταυρωμένα. Αυτή, που δεν τα σταύρωνε ποτέ τα χέρια της τα αργασμένα, τα κατάγερα. Κι από μπροστά της πέρασε η ζωή της κυρα-Διαμάντως. Της πεθεράς της.

Παιδί να βοηθάει τη μάνα, και να κουναρίζει τ’ αδέρφια τα μικρότερα. Παιδί, ν’ ακούει τον πατέρα δίπλα στη στιά, να διηγιέται τα δικά του, και τη μάνα της την Αγγέλω να τους προσγειώνει στην πραγματικότητα με το δικό της αποστομωτικό τρόπο: «Τα λόγια δεν γεννάν καρβέλια! Άειστε τώρα, καμείτε και καμιά δουλειά!»

Παιδί στην κατοχή, να φτάνει μέχρι την Αλβανία, για λίγα δράμια αλεύρι. Πείνα, κακουχία, στα στερνά κι ο εμφύλιος. Μισοί από δω, μισοί από την άλλη.

Ύστερα ο γάμος με το χωριανάκι της, και κοντά-κοντά κι η μετανάστευση. «Γιορμανία»! Πού έλεγε κουνώντας το κεφάλι και η Αγγέλω. Γενήκανε πουλιά σχεδόν όλα της τα παιδιά! Για ν’ ακριβολογούμε: Ένα παιδί, και τρία κορίτσια από τα έξι που είχε.

Νυρεμβέργη… Δουλειά στον τόρνο. Σκληρή, πολύωρη, μονότονη. Αλλά η κυρά Διαμάντω ήταν σκληρό καρύδι. Δεν καταλάβαινε απ’ αυτά. Γιατί η φαμίλια ήταν πάνω απ’ όλα! Και στο μεταξύ, η φαμίλια είχε μεγαλώσει! Τρία καμάρια, όλα παιδιά με το συμπάθιο. Παναπεί αγόρια. Ποιος την έπιανε τώρα τη Διαμαντούλα…

Σιγά-σιγά και η επιστροφή. Και η λεωφόρος. Και οι δουλειά στο θυρωρείο του αντρός της, -ναι, υπήρχαν θυρωρεία τότε-, και η δική της στην καθαριότητα, τραπεζοκόμα μετά… Τα παιδιά να μεγαλώνουνε στο μεταξύ. Και να παίρνουνε τη σπουδή και το δρόμο τους. Κι ο άντρας της ο αγαπημένος το δικό του. Νωρίς-νωρίς. Αυτόν που δεν έχει γυρισμό.

Και πάνω ’κει τη γνώρισε και η ίδια.

…………………………………………………………………………

Η μέρα έκανε χάρη στην κυρά Διαμάντω. Φλεβάρης, και η σκηνή από ταινία του Αγγελόπουλου ήταν μια όμορφη κηδεία μα την αλήθεια. Που δεν πνίγηκε τελικά στην ομίχλη και στη βροχή.

Ξεκουραζόταν τώρα στα σίγουρα. Πλάι στ’ απομεινάρια του κυρ Γιώργη.

Αλλά η ίδια, ήθελε να τους φαντάζεται ν’ ανοίγουν τάπερ με τις νοστιμιές που μόνο εκείνη ήξερε να ‘τοιμάζει με τα γοργά και σίγουρα χέρια της!  Και να οι κιοφτέδες, τα στιφάδα αλλά προπάντων οι πίτες! Όλων των ειδών οι πίτες. Οι ηπειρώτικες. Με τη ζεματόπιτα να πρωτοστατεί.

Γιατί ήταν απλή, όσο και νόστιμη. Όπως τελικά, όλα τα ωραία στη ζωή.