Η στιγμή που τα τραύματα αποσύρονται

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 07.03.17 ]

Ήπιε την τελευταία γουλιά της μπύρας όρθιος, άφησε το αντίτιμο σε χαρτονόμισμα που το ασφάλισε κάτω από το ποτήρι και κίνησε για τη Σακρέ Κερ. Στάθηκε στα σκαλοπάτια της βασιλικής και άπλωσε τη ματιά του πάνω από τις στέγες της πόλης, ως την τελευταία άκρη του ροδισμένου ορίζοντα. Αισθάνθηκε σα να τέντωνε την ψυχή του μετά από πολυήμερο αλυσόδεμα. Και τότε  κατάλαβε πως δεν είχαν απομείνει παρά κομμάτια, χωρίς την παραμικρή ικμάδα συνδετικού πόθου. Μόνο πίκρα και ανεκπλήρωτες επιθυμίες απωθημένες στο εικονοστάσι των εγωισμών, καημοί σπασμένοι στο γόνατο για το προσάναμμα μικροπαθών, όλα μια θλίψη μοναχική, περίεργα μεθυστική.                                         

«Ο πολιτισμός είναι λιγότερο οδυνηρός όταν τον κοιτάς από ψηλά», έλεγε παλιά και ανέβαινε στο λόφο της Μονμάρτρης. Από εκεί πάνω πανεπόπτευε τις φυσούνες πολιτισμού του Μπωμπούρ, τις υπόγειες διαδρομές των ανώνυμων, την πλατεία της Σορβόννης κατάμεστη από χειρονομίες κλόουν και σοφών. Τον Τάμεση και τον απολυμασμένο χρόνο του κόσμου. Το Κολοσσαίο γεμάτο από ευνουχισμένους μονομάχους, ανίκανους να φθείρουν τη φθορά. Τη βροχή, στην πλατεία της Όστιας, να προσπαθεί, μάταια, να ξεπλύνει τις πέτρες που έβαψε κόκκινες ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Έβλεπε τα κενά βάθρα των αγαλμάτων της Κόκκινης Πλατείας. Τη Γκουέρνικα στην αίθουσα δημοπρασιών. Τον Σηκουάνα να σβήνει στη θάλασσα. Και στην αντίπερα όχθη, την ιδιωτεύουσα ατομικότητα να λογίζει τα παιχνίδια των παρορμήσεων ως πάθη…

Έστρεψε το βλέμμα του προς τη Σαιν Μισέλ, εκεί, απέναντι από το καφέ-Λιουτές, όπου την ώρα που μεγαλώνουν οι σκιές, άκουγε πάντα το ίδιο σαξόφωνο και έβλεπε τον Χόρχε Ντόν να αιωρείται στα καμπαναριά της Νοτρ-Νταμ, στους ρυθμούς του Μπολερό. Θυμάται τον Ζοζέφ Μωρίς Ραβέλ να αρνείται τον τίτλο της Λεγεώνας της Τιμής και να βάζει φωτιά στη μουσική του, μεταφέροντας φλόγα από τη Μεσόγειο. Θυμάται τον Μπαλζάκ να λύνει το μυστήριο των γαλλικών επαναστάσεων, γιατί οι σοφίτες στο Παρίσι έβλεπαν ουρανό.  

Την ίδια ώρα πάντα, έξι και τριαντατρία πρώτα λεπτά, ώρα Γκρήνουιτς. Την ώρα που οι φεγγίτες γεμίζουν ουράνια τόξα και τα κύματα γαλβανίζουν τα σπλάχνα της Μεσογείου, που ο άνεμος στην έρημο της Αφρικής αποκαλύπτει βουνά και καλύπτει κουφάρια μικρών παιδιών. Παλίνδρομες κυήσεις ανθρώπων, κόσμων και ονείρων.

Αλλά το δειλινό είναι πάντα η στιγμή της αρμονίας. Η στιγμή μετά τη σύγκρουση, όπου τα τραύματα αποσύρονται, οι νέοι συσχετισμοί έχουν συμφωνηθεί και το πεδίο μένει νεκρικά ήρεμο.

Νέες ψευδαισθήσεις, νέες οργανωτικές αρχές και νέες αξίες  θα συδαυλίσουν τη φωτιά για τον επόμενο κοχλασμό...