Η Πόπη μου

[ Δέσποινα Σπανούδη / Ελλάδα / 05.11.22 ]

Από τότε που γεννήθηκα την ήξερα την Πόπη. Για πολλά χρόνια έραβε για το εμπορικό κατάστημα των δικών μου, που ήταν σε μια υπόγεια στοά στην οδό Αιόλου. Άνθρωποι της καθημερινής βιοπάλης οι γονείς μου, θυμάμαι να τους περιμένω με αγωνία κάθε βράδυ και να κοιτάω την έκφρασή τους για να καταλάβω αν δούλεψε το μαγαζί και αν αύριο έληγε κάποιο γραμμάτιο. Με αστικές καταβολές, έστελναν τον αδερφό μου να ζητήσει παράταση γιατί οι ίδιοι ντρεπόντουσαν. Αριστεροί, πλήρωναν πάντα ότι δικαιούνταν οι εργαζόμενοι και συχνά έβγαζαν λιγότερα από αυτούς.

Η Πόπη μου δεν ξέρω αν ήταν αριστερή, νομίζω ΠΑΣΟΚ ψήφιζε στην μεταπολίτευση. Τη θυμάμαι σκυμμένη πάνω στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι στο ένα από τα δύο δωμάτια του μικρού μας διαμερίσματος στην Βίκτωρος Ουγκώ 2 στη Βάθης, να σημαδεύει με την κιμωλία και να κόβει τα υφάσματα με βάση τα πατρόν που είχε σχεδιάσει ο ζωγράφος μπαμπάς μου. Θυμάμαι μια λεπτή πρόωρα μαραμένη φιγούρα, με μια παρωχημένη αλογοουρά, σε μια εποχή που τα περισσότερα μαλλιά ήταν κοντά ή κάτω, με σεμνές φούστες την εποχή του μίνι και του μάξι, με μια οικεία μυρωδιά σαν να είχε βγει από παλιό σεντούκι. Με τη μαμά μου είχαμε πάει κάποιες φορές στο σπίτι τους. Σαν ταξίδι μου φαινόταν η διαδρομή με το λεωφορείο, μέχρι να φτάσουμε στο σπιτάκι της, στο Καματερό, σκαρφαλώνοντας σε ένα χωράφι πάνω στην οδό Φυλής. Ένα δωματιάκι, μια κουζίνα και η τουαλέτα έξω στο πίσω μέρος. Γύρω- γύρω χωράφια γεμάτα χαμομήλια και μαργαρίτες και αραιά και που μικρά σπιτάκια. Η Πόπη μου ήταν από το Αγρίνιο, είχε παντρευτεί μια φορά αλλά ατύχησε. Παλιάνθρωπος, έλεγε η μαμά μου χωρίς άλλες πληροφορίες. Η Πόπη έμενε μαζί με την ηλικιωμένη μανούλα της στο μικρό σπιτάκι που δεν ήταν καν δικό τους. Όλα καθαρά, όλα πάμφτωχα, όλα ήσυχα. Μια ρυθμισμένη επαναλαμβανόμενη ζωή. Λεωφορείο, δουλειά πρωί- απόγευμα, σπίτι.

Μεγάλωνα και η Πόπη πάντα ήταν μαζί μας. Από το μαγαζί των γονιών μου πέρασαν διάφορες πωλήτριες, τα ρούχα τα έδιναν πλέον φασόν σε βιοτεχνίες και αργότερα το κατάργησαν και αγόραζαν έτοιμα, η Πόπη σταθερά εκεί. Άλλαξε πλέον και η εργασιακή σχέση και έγινε η μοδίστρα για τις διορθώσεις παρόλο που το μαγαζί δεν είχε τόση δουλειά για να απασχολεί μόνιμα μοδίστρα. Εγώ όσο μεγάλωνα το έβλεπα, την Πόπη δεν την άφηναν να το καταλάβει. Χωμένη σε ένα μικρό τυφλό χώρο στο πίσω μέρος του υπόγειου μαγαζιού, δίπλα στο δοκιμαστήριο, έραβε στη μηχανή και στο χέρι. Πήγαινα και καθόμουν δίπλα της όταν δεν υπήρχαν πελάτες και μιλούσαμε. Στην πραγματικότητα εγώ μιλούσα γιατί η Πόπη δεν έλεγε πολλά ακόμη και όταν τη ρωτούσα για τη ζωή της. Δεν είχε να πει πολλά, ελάχιστα της είχαν συμβεί και ελάχιστες προσδοκίες είχε για το μέλλον. Όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και λιγότερες.

Η Πόπη μου δεν είχε δικά της παιδιά. Δεν ήταν εκδηλωτική, δεν έλεγε γλυκόλογα, δεν έκανε αγκαλιές και χάδια, αλλά είχε μια έγνοια που τη θεωρούσα δεδομένη. Αν χτυπούσα ή αρρώσταινα, αν στενοχωριόμουν για κάποιο λόγο, αν κάτι με ανησυχούσε, η Πόπη ήταν εκεί. Μεγάλωνα και εγώ και εκείνη. Εγώ έτοιμη να κατακτήσω και μετά από λίγο έτοιμη να ανατρέψω τον κόσμο, η Πόπη ίδια και απαράλλαχτη, μονάχα λίγο πιο αποθαρρημένη, λίγο πιο κουρασμένη, λίγο πιο μαραμένη. Μια φορά που έκλεψαν τις εφηβικές οικονομίες μου στον ηλεκτρικό, η Πόπη για να μην στενοχωριέμαι μου έδωσε κρυφά το βδομαδιάτικο της. Και όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο, η Πόπη μου έφερε περήφανη μια κουβέρτα πλεγμένη με το βελονάκι από τα χεράκια της μαμάς της για την προίκα μου. Ίσως κάπου την έχω ακόμη, διπλωμένη στο ίδιο πανί με το οποίο μου την έδωσαν, το βέβαιο είναι ότι δεν τη χρησιμοποίησα ποτέ.

Η ιστορία μας με την Πόπη έληξε άδοξα. Όταν τελείωνα το Πανεπιστήμιο, οι γονείς μου αγόρασαν ένα οικόπεδο και ξεκίνησαν χρεωμένοι να χτίζουν το σπίτι μας. Τότε πήραν απόφαση να βγει στη σύνταξη ο μπαμπάς μου – η μαμά μου δούλευε ανασφάλιστη- να περάσουν το μαγαζί στο όνομα μου και να απολύσουν την Πόπη, η οποία μετά από τόσα χρόνια δουλειάς, έπαιρνε ένα αρκετά σημαντικό μισθό που δεν άντεχαν να δίνουν. Δεν προσέλαβαν άλλην, δούλεψαν οι δυο τους χωρίς προσωπικό 2-3 χρόνια ακόμη μέχρι να τελειώσουν το σπίτι. Εννοείται ότι κατέβαλαν στην Πόπη πλήρη αποζημίωση και εννοείται ότι προσφέρθηκαν να της βρουν αλλού δουλειά, σε κάποιο γειτονικό κατάστημα ή βιοτεχνία.

Αυτό ήταν. Η Πόπη έφυγε και δεν μας ξαναμίλησε ποτέ. Όσες φορές και αν πήρε τηλέφωνο η μαμά μου στο γειτονικό σπίτι που την φώναζαν, δεν ήρθε ποτέ. Και όσες φορές και αν της έστειλε μήνυμα ότι είμαστε εδώ αν χρειαστεί οτιδήποτε, ποτέ δεν μας απευθύνθηκε. Μια φορά η μαμά μου τη συνάντησε τυχαία στο δρόμο μετά από καιρό και της είπε ότι ο Δημήτρης μας είναι γιατρός και μπορεί να τη βοηθήσει σε ότι χρειαστεί, γιατί δουλεύει και στο ΙΚΑ. Κανένα σημείο ζωής έκτοτε, κανένα μήνυμα. Χάθηκε.

Και εγώ; Επί πολλά χρόνια σκεφτόμουν ότι έπρεπε να πάω να τη βρω, να της πω ότι την νοιάζομαι. Δεν το έκανα. Τέλειωσα, έπιασα δουλειά, άλλαξα πόλη, έκανα παιδιά, το ανέβαλα. Από καιρό σε καιρό, το λέγαμε με τη μαμά μου που είχε και αυτή με τη σειρά της πικραθεί από την εξαφάνιση της Πόπης. Εγωίστρια παιδί μου, πολύ εγωίστρια. Περήφανη ήταν ρε μαμά όχι εγωίστρια, έλεγα εγώ. Ε, τι θάλεγες εσύ; Και συ ίδια είσαι, έλεγε η μαμά μου. Να πας να τη βρεις. Θα πάω έλεγα. Δεν πήγα όμως. Λίγο η ντροπή, λίγο η ζωή, δεν πήγα. Κάποτε είδα στον ύπνο μου ότι την βρήκα, ίσως και περισσότερο από μια φορές. Μια- δυο φορές που έτυχε να περάσω από τη Φυλής μετά από χρόνια, δεν εντόπισα το σπίτι της Πόπης.

Πριν λίγες μέρες είδα μια αγγελία στο market του fb. Ένα ρημαγμένο σπιτάκι, πάνω στην οδό Φυλής, με το ίδιο ανηφορικό οικόπεδο μόνο που τώρα είχε στενέψει πολύ ανάμεσα σε πολυόροφα κτίρια. Δεν ξέρω αν η Πόπη ζει ακόμη, αν ζει θα είναι πολύ ηλικιωμένη και δεν είμαι σίγουρη καν αν είναι αυτό το σπιτάκι που πάντως φαίνεται από χρόνια ακατοίκητο. Δεν ξέρω αν αναρωτήθηκε ποτέ τι κάνουμε, αν μας διέγραψε γρήγορα ή αν αντίθετα στενοχωριόταν, αν περίμενε να πάω.

Κοιτώντας όμως αυτό το χαμόσπιτο που πωλείται ως οικόπεδο για να γεμίσει το κενό με μια ακόμη πολυόροφη οικοδομή, ένοιωσα να την αποχαιρετώ οριστικά. Σαν να έκλεισε αυτή η εκκρεμότητα σχεδόν σαράντα χρόνων. Η Πόπη έκοψε κάθε σχέση μαζί μας όταν συνειδητοποίησε ότι αυτή η σχέση μπορούσε να διακοπεί ή έστω να αλλάξει μονομερώς. Με απόφαση της μιας πλευράς. Και αυτό δεν αντέχεται όταν εσύ νοιώθεις αλλιώς, όταν νόμιζες αλλιώς μια ζωή ολόκληρη.

Τα μαγαζιά στην υπόγεια στοά της Αιόλου, έκλεισαν το ένα μετά το άλλο και στο τέλος έκλεισαν και ολόκληρη τη στοά. Πάνε πολλά χρόνια που κανείς δεν υπάρχει πια στην υπόγεια στοά που κάποτε στέγαζε τους κόπους και τις προσπάθειες τόσων ανθρώπων.

All the lonely people, where do they all come from- all the lonely people where do they all belong. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι, σαν το ξεχασμένο στάχυ. Σαν την Πόπη μου.

https://despoinaspanoudi.blogspot.com/2022/11/h.html