Η πορεία
[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 16.11.19 ]Όνειρο έβλεπα χθες, επετειακό. Πως ήμουν τάχα στην εσωτερική αυλή του Πανεπιστημίου, ανήμερα δεκαεφτά Νοέμβρη, είκοσι και βάλε χρόνια πίσω, λίγο πριν την καθιερωμένη πορεία προς τη Νομαρχία και πίσω πίσω απ’ το πανό των Ρηγάδων. Με τα χέρια στις τσέπες, με σκούφο για το κρύο, συντονισμένος, καλοκουρδισμένος, έτοιμος. Κατέβαινα εκστασιασμένος τη Δωδώνης κι ο φρέσκος αέρας που μου μαστίγωνε το πρόσωπο, δρόσιζε τα πλακάτ του μυαλού, φούσκωνε το νεανικό μου στήθος. Μέρες του ‘90. Τι κι αν ο υπαρκτός ο ανύπαρκτος κατέρρεε ανατολικά; την είχα κάνει εγώ την κριτική μου. Κι ο οίστρος της επετείου με είχε απόλυτα συνεπάρει. Όπως κι η πορεία, που κατηφόριζε με παλμό.
Μα τι παράξενο, όσο προχωρούσε η πορεία, λίγο λίγο και χωρίς αιτία προφανή, όλα γίνονταν ασπρόμαυρα στο όνειρο. Τα χρώματα ξεθώριαζαν. Σαν εκείνες τις ασπρόμαυρες κι έγχρωμες εναλλαγές στις ταινίες του Ταρκόφσκι, που βλέπαμε τα βραδάκια της Παρασκευής στο «Πολυθέαμα». Κι όταν αυτή η απρόσμενη χρωματική αλλαγή έφτασε στα πανό και στα συνθήματα, που γίναν κι εκείνα μαύρα, σαν αποξηραμένο αίμα, τότε κατάλαβα. Το ένιωσα καθαρά μέσα στ’ όνειρο. Δεν ήταν για μένα τούτα τα συνθήματα, δεν με αφορούσαν. Ούτε με χωρούσαν. Περίσσευα. Έμοιαζαν όλα τους με ένα κακόγουστο ξεπατίκωμα, όπως εκείνα τα προκάτ τραγούδια, που βγαίνουν σήμερα με το κιλό και τραγουδιούνται με ψεύτικο καημό κι αίσθημα. Προκάτ και τα πλακάτ. Κι η πορεία, μια απορία. Μύριζε λάγνο πόθο για εξουσία, πάνω στη μνήμη του νεκρού Διομήδη. Ζαλίστηκα.
Μόλις φτάσαμε στην κεντρική πλατεία, έστριψα δεξιά. Χαιρέτησα το άγαλμα του Βενιζέλου κι έπεσα κάτω προς την Καλούτσιανη. Κάθισα στη πλατεία, δίπλα στο παλιό τζαμί και σ’ ένα πρόχειρο, τσαλακωμένο χαρτί έπιασα να γράφω με ένταση και καημό νεανικό, γράμμα στο Διομήδη Κομνηνό. Μα πριν καλά καλά προλάβω να γράψω μια αράδα, έβλεπα τα γράμματα να φεύγουν απ’ το χαρτί, ξεκολλούσαν, χάνονταν ψηλά, χόρευαν στον αέρα. Χαμογέλασα. Το ένιωθα μες στη σιγαλιά τούτης της γιαννιώτικης νύχτας, που τόσα θάματα ήταν ικανή να γεννήσει, πως ο νεκρός Διομήδης δεν είχε ανάγκη από θυμωμένα γράμματα. Μόνο να συνεχιστεί με κάποιο τρόπο η πορεία ήθελε. Κι εκεί, μες στην αμήχανη μοναχική παραζάλη μου, εντελώς αναπάντεχα, άρχισαν δειλά δειλά να εμφανίζονταν κι άλλοι σαν και μένα, αποκομμένοι καθώς φαίνεται κι εκείνοι απ’ την πορεία. Έφταναν ήσυχα και σταθερά από τα γύρω σοκάκια. Γέμιζαν σιγά σιγά τα παγκάκια της μικρής πλατείας, ζέσταιναν με τις ανάσες τους την παγωμένη νύχτα. Έπειτα, μια παρέα όλοι μαζί, πιάσαμε κουβέντα σιγανή ως το πρωί.
Τούτο ήταν, τ’ όνειρό μου. Όνειρο νύχτας φθινοπωρινής, στου χειμώνα το κατώφλι.