Η ποίηση είναι απόδειξη ότι στο τέλος η θηριωδία ηττάται
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 20.03.23 ]«Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο» έγραφε ο Νίκος Καρούζος. Και είναι μέσα στην καλή την ώρα του έαρος που γιορτάζει η ποίηση. Στις 21 Μαρτίου. Στην εαρινή ισημερία. Είναι η μέρα που γιορτάζει αυτό το απέραντο «κάτι ακόμα» της άφεσης, που όσες απόπειρες ορισμού κι αν έγιναν, πάντα θα ανήκει στον χώρο του ανείπωτου, στους ίσκιους που ζητούν αποκρυπτογράφηση. Γι’ αυτό η ποίηση δεν έπαψε να γράφεται ποτέ. Ούτε στους καιρούς της φρίκης. «Αν άφεση» γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημά του «Ο χώρος του ποιητή» «δεν είναι η ποίηση - ψιθύρισε μόνος του - τότε από πουθενά μην περιμένουμε έλεος». Η ποίηση λοιπόν. Αυτή η ύψιστη απόδειξη πως ο άνθρωπος στον πυρήνα του είναι παρηγορητικό ον και πως στο τέλος η θηριωδία ηττάται. Όσο και αν οι ποιητές είναι άδοξοι, όπως γράφει και ο Κώστας Καρυωτάκης στην «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»:
«Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι / σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί / μαραίνονται οι Βερλέν∙ τους απομένει / πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή. / Οι Ουγκώ με «Τιμωρίες» την τρομερή / των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε. / Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή / μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι /.
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι, / και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί, / η Αθανασία τους είναι χαρισμένη. / Κανένας όμως δεν ανιστορεί / και το έρεβος εσκέπασε βαρύ/ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε. / Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή / μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι. /
Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει / κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί, / στην τραγική απάτη τους δοσμένοι / που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί, / παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή. / Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε, / νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα των ποιητών άδοξοι που 'ναι. /
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί: «Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε / «Την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή / μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι».
Όμως μ’ αυτούς τους άδοξους ωστόσο φτάσαμε ώς εδώ. Όλους αυτούς. Δεν είναι μονάχα τα Νόμπελ του Σεφέρη και του Ελύτη ή τα Λένιν του Βάρναλη και του Ρίτσου, για τα οποία -δικαίως- εγκαυχώμεθα. Από πίσω υπάρχει ένας τεράστιος πληθυσμός, εκείνων που έφτυσαν αίμα (πολλές φορές και κυριολεκτικά) πάνω από τις λέξεις. «Μεγάλος ποιητής ο Όμηρος», μου είχε πει κάποτε σε μια κουβέντα μας ο Νίκος Καρούζος, «μέγιστος! Ο μεγαλύτερος όλων. Φαντάζεσαι όμως να είχαμε μείνει μόνο με τον Όμηρο;» Πράγματι θα ήταν τρομαχτικό. Γιατί θα επρόκειτο για έναν κόσμο εφιαλτικό, όπου κανένας ποιητής δεν θα είχε υπάρξει και κανένα ποίημα δεν θα είχε γραφτεί μετά τον Όμηρο. Φαντάσου έναν κόσμο χωρίς τον Διονύσιο Σολωμό, τον Ανδρέα Κάλβο, τον Κ.Π. Καβάφη. Χωρίς τον Βιζυηνό, τον Γιώργο Σαραντάρη, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Νίκο Εγγονόπουλο. Φαντάσου έναν κόσμο χωρίς τον Τάκη Παπατσώνη, χωρίς τον Τάκη Σινόπουλο, τον Νίκο - Αλέξη Ασλάνογλου, αλλά και τον Καισάριο Δαπόντε, τον Φώτη Αγγουλέ, τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Σπύρο και την Αμαλία Τσακνιά, τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιάννη Κοντό, τον Βασίλη Στεριάδη, τη Μαρία Κυρτζάκη, τη Μαρία Πολυδούρη, τη Ρίτα Μπούμη - Παππά, τη Μυρτιώτισσα.
Φαντάσου έναν κόσμο όπου η ποίηση η γραμμένη από γυναίκες θα είχε σταματήσει στη Σαπφώ. Και δεν θα είχαν υπάρξει η Μελισσάνθη, η Ζωή Καρέλλη, η Ελένη Βακαλό, η Όλγα Βότση. Έναν κόσμο όπου δεν θα είχαν γράψει ποιήματα ο Τάσος Δενέγρης, ο Στέφανος Δάφνης, ο Ιωάννης Πολέμης, ο Κωστής Παλαμάς, ο Άθως Δημουλάς, ο Ρώμος Φιλύρας, ο Καίσαρ Εμμανουήλ, ο Ανέστης Ευαγγέλου, ο Κρίτων Αθανασούλης, ο Πάνος Θασίτης, ο Κλείτος Κύρου, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Λορέντζος Μαβίλης, ο Δημήτρης Δούκαρης, ο Γιώργος Δροσίνης, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Κώστας Ουράνης, η Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη, ο Κώστας Μόντης, ο Ματθαίος Μουντές, ο Μίλτος Σαχτούρης κι εκείνο το φοβερό του ποίημα για «Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών»:
«Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987 / είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987 / ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987! / σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα... / Α! είναι πάρα πολλά. / Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε / ο Διονύσιος Σολωμός / πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε / ο Νίκος Εγγονόπουλος / πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε / ο Μπουζιάννης / πόσα ο Σκλάβος / πόσα ο Καρυωτάκης / πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα / πέρασε ο Σκαλκώτας / πόσα / πόσα / δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών».
Φαντάσου λοιπόν τη φρίκη ενός κόσμου όπου δεν θα είχαν υπάρξει τόσοι και τόσοι ποιητές: Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Αργύρης Χιόνης. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Σταύρος Βαβούρης, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Γ.Θ. Βαφόπουλος, ο Δημήτρης Αρμάος, ο Γιώργος Καραβασίλης, η Νατάσσα Χατζιδάκη. Κι ακόμη: ο Ιωάννης Γρυπάρης, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Ρήγας Γκόλφης, ο Απόστολος Μελαχροινός, ο Κλέων Παράσχος, ο Λέων Κουκούλας, ο Τέλλος Άγρας. Ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Αλέξης Τραϊανός. Ο Γιώργος Κοτζιούλας και η Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη. Ο Γιάννης Σκαρίμπας και ο Νίκος Καββαδίας.
Κι από κοντά κι άλλοι... κι άλλοι: Τάσος Κόρφης, Βύρων Λεοντάρης, Γιάννης Νεγρεπόντης, Ορέστης Αλεξάκης, Τάσος Ρούσος, Θωμάς Γκόρπας, Θανάσης Κωσταβάρας.
Και μιλάμε μόνο για Έλληνες ποιητές και μόνο για εκείνους που έφυγαν για πάντα, κι αυτούς όχι όλους. Φαντάσου λοιπόν έναν κόσμο χωρίς τούτο το πάνθεο. Θα ήταν ένας κόσμος αβίωτος. Να τους θυμόμαστε λοιπόν. Ή μάλλον να το θυμόμαστε: Το γεγονός της ποίησης. Και όχι μονάχα την παγκόσμια ημέρα ποίησης. Δεν είναι οφειλή. Είναι ανάγκη επιβίωσης. Γιατί αυτοί οι «άδοξοι» μας άφησαν έναν κόσμο άξιο να δοξασθεί. Γιατί το μεγαλύτερο ποίημα είναι η ίδια η ύπαρξη.