«Η πατρίδα θα υπάρξει όταν θα είμαστε όλοι ξένοι»
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 26.10.22 ]«Η πατρίδα θα υπάρξει όταν θα είμαστε όλοι ξένοι» είπε. Κοιτάζω το ακροατήριο. Όλοι έλληνες-ξένοι. Δεν το είχαν σκεφτεί. Η πατρίδα για την οποία ήρθαν να ακούσουν, είναι δημιούργημα της ξενιτιάς και της ξενότητάς τους. Είναι της ανάγκης τους να ανήκουν κάπου, σ’ έναν συλλογικό καθρέφτη που να τους βλέπει και να τους αναγνωρίζει, και στον οποίο οι ίδιοι να μπορούν να δουν το πρόσωπό τους. Άρα, λέω, η πατρίδα-χώμα αναδύεται έντονα όταν η «ρίζα-ψυχή» αποσπάται απ’ αυτή, όταν ξεριζώνεται και μνήσκει μετέωρη στους ανέμους, άπατρις, μαραγκιασμένη και στρυφνή. Όταν δεν έχεις κάποιον να δεις το πρόσωπό σου…
Τι είναι λοιπόν η πατρίδα; Είναι οι πρώτοι ήχοι, οι οικείες λαλιές, οι ομιλούσες σιωπές, τα χρώματα και οι σκιές του γενέθλιου αντικειμενικού χώρου. Εκεί που «παίρνουμε φωνές», όπως τα πουλιά, εκεί όπου ριζώνεται μέσα στην ύπαρξη ο χώρος-μάνα, ο χώρος-φιλία, ο χώρος-συλλογικότητα, ο χώρος-χορός. Ακολουθεί η εγγραφή του σώματος της ύπαρξης στον κόσμο. Κι είναι η βιαιότητα του ξεριζωμού, είναι η ματαίωση του «μεταριζώματος», της μεταφύτευσης της ψυχής στον κόσμο, που κάνει την πατρίδα, Ιθάκη, και το νόστο άλγος. Ναι, τότε, όταν είμαστε όλοι ξένοι, τότε η πατρίδα αναδύεται ως απάγγειο και βάλσαμο ψυχής, τότε υπάρχει.
Γι’ αυτό έχουν δίκιο όσοι είναι εναντίον της ένταξης και της ενσωμάτωσης των μεταναστών, γιατί έτσι τους καταργούμε, γιατί έτσι εξαφανίζουμε το ριζιμιό τους χώμα, την ξενότητα, δηλαδή την ταυτότητά τους και συνεπώς την πατρίδα τους. Αυτή ακριβώς την διιστορική ταυτότητα και μαζί την αξιοπρέπεια, το ιδιαίτερο πρόσωπο κάθε λαού ήθελαν να καταργήσουν οι ναζί και οι φασίστες στον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, ενσωματώντας βίαια τους άλλους στον δικό τους δήθεν «ανώτερο πολιτισμό». Γι’ αυτό, λέω, ότι το «Όχι», ήταν για το Πρόσωπό μας. Ή ακόμα και για την Ομορφιά. Γιατί, όπως γράφει ο Καμύ στην «Εξορία της Ελένης»: «Σ’ αυτά τα μέρη μπορείς να καταλάβεις πως οι Έλληνες άγγιξαν την απελπισία χάρη στην ομορφιά και στην καταπιεστική της δύναμη (...) Αντίθετα, η εποχή μας έθρεψε την απελπισία της με την ασχήμια... Εξορίσαμε την ομορφιά, οι Έλληνες για χάρη της πήραν τ’ άρματα…».